Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

του Α.-Φ. Χριστίδη

Διάφορα είδη λόγου - ειδικές χρήσεις, ειδικά λεξιλόγια

Παιδικές λέξεις και παιδικά παιχνίδια

Αριστοφάνης. Ένας πατέρας προς τον γιο του. (Αττική διάλεκτος)

Ὅστις, ὧ 'ναίσχυντε, σ' ἐξέθρεψα

αἰσθανόμενός σου πάντα τραυλίζοντος, ὅ,τι νοοίης.

Εἰ μέν γε βρῦν εἴποις, ἐγὼ γνοὺς ἄν πιεῖν ἐπέσχον·

μαμμᾶν δ' ἄν αἰτήσαντος, ἧκόν σοι φέρων ἄν ἄρτον·

κακκᾶν δ' ἄν οὐκ ἔφθης φράσας, κἀγὼ λαβὼν θύραζε

ἐξέφερον ἄν καὶ προυσχόμην σε.

Αδιάντροπε, που εγώ σ' ανάστησα; Ό,τι

είχες στο νου σου, το 'νιωθα, κι ας τσεύδιζες ακόμα.

Έκανες «μπου» και σου 'δινα να πιεις σαν τ' αγρικούσα·

«μαμ» όταν ζήταες, έτρεχα και σου 'φερνα ψωμάκι·

«κακά» σα φώναζες, ευθύς σ' έπαιρνα, σ' έβγαζα έξω,

και μπρος μου σε κρατούσα.

Μετάφραση Θ. Σταύρου

Πολυδεύκης. (Το δεύτερο παιχνίδι είναι η σημερινή «τυφλόμυγα»)

Ἡ δὲ χυτρίνδα, ὁ μέν ἐν μέσῳ κάθηται καὶ καλεῖται χύτρα, οἱ δὲ τίλλουσιν ἤ κνίζουσιν ἤ καὶ παίουσιν αὐτόν περιθέντες. Ὁ δ' ὑπ' αὐτοῦ περιστρεφομένου ληφθείς ἀντ' αὐτοῦ κάθηται.

Στη «χύτρα» ένα παιδί κάθεται στη μέση και το λένε χύτρα, ενώ τα άλλα τρέχουν γύρω του, τραβώντας του τα μαλλιά ή γαργαλώντας το ή και χτυπώντας το. Όταν η χύτρα πιάσει ένα από τα παιδιά που τρέχουν γύρω της, κάθεται εκείνο στη θέση της.

Ἡδὲ χαλκῆ μυῖα, ταινίᾳ τὼ ὀφθαλμὼ περισφίγξαντος ἑνὸς παιδός, ὁ μὲν περιστρέφεται κηρύττων «Χαλκῆν μυῖαν θηράσω», οἱ δ' ἀποκρινόμενοι «Θηράσεις, ἀλλ' οὐ λήψει» σκύτεσι βιβλίνοις αὐτὸν παίουσιν ἕως τινὸς αὐτῶν λάβηται.

Στη «χάλκινη μύγα» δένουν τα μάτια ενός παιδιού και εκείνο γυρίζει γύρω γύρω φωνάζοντας «Θα κυνηγήσω μια χάλκινη μύγα»· τα άλλα παιδιά απαντούν «Θα την κυνηγήσεις αλλά δε θα την πιάσεις» και το χτυπούν με μαστίγια από βούρλα, μέχρι εκείνο να πιάσει ένα από αυτά.

Γλωσσικά παιχνίδια

Στο επίγραμμα που ακολουθεί ο ποιητής Σιμωνίδης επαναλαμβάνει την ακολουθία σω· το φαινόμενο ονομάζεται «παρήχηση».


Σῶσος καὶ Σωσώ, σῶτερ, σοὶ τόνδ' ἀνέθηκαν
Σῶσος μὲν σωθείς, Σωσώ δ' ὅτι Σῶσος ἐσώθη.

Ο Σώσος και η Σωσώ, σωτήρα μας, σ' αφιέρωσαν τούτο το τάμα, ο Σώσος γιατί σώθηκε, και η Σωσώ γιατί σώθηκ'ο Σώσος.

Επιστολές

Παραγγελιές. Χαϊδάρι της Αττικής· 4ος αι. π.Χ. ( = ει, = ου)

Μνησίεργος ἐπέστελε τοῖς οἴκοι χαίρν καὶ ὑγιαίνν καὶ αὐτὸς οὕτως ἔφασκε ἔχν. Στέγασμα, εἴ τι βλεστε, ἀποπέμψαι, ἤ ὤας ἤ διφθέρας ὡς εὐτελεστάτας καὶ μὴ σισυρωτάς, καὶ κατύματα. Τυχὸν ἀποδώσω.

Ο Μνησίεργος στέλνει γράμμα στους δικούς του, με την ευχή να χαίρονται και να υγιαίνουν, και λέει ότι κι αυτός βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση. Αν θέλετε, στείλτε ένα κάλυμμα, από δέρματα είτε αρνίσια είτε γιδίσια, όσο γίνεται φτηνότερα και όχι ραμμένα σε πανωφόρι, και σόλες παπουτσιών. Θα πληρώσω μόλις βρω ευκαιρία.

Ο πολύπαθος μαθητευόμενος. Αρχαία Αγορά της Αθήνας ( = ει, = ου)

Λῆσις ἐπιστέλλει Ξενοκλεῖ καὶ τῇ μητρὶ μηδαμῶς περιιδν αὐτὸν ἀπολμενον ἐν τῷ χαλκείῳ, ἀλλὰ πρὸς τς δεσπότας αὐτ ἐλθν καὶ ἐνευρέσθαι τι βέλτιον αὐτῷ. Ἀνθρώπῳ γὰρ παραδέδομαι πάνυ πονηρῷ· μαστιγμενος ἀπόλλυμαι, δέδεμαι, προπηλακίζομαι, μᾶλλον μᾶλλον.

Ο Λήσις παραγγέλλει με την επιστολή αυτή στον Ξενοκλή και στη μητέρα του να μην αδιαφορήσουν καθόλου που αυτός χάνεται στο χαλκιάδικο, αλλά να πάνε στα αφεντικά του και να του βρουν κάτι καλύτερο. Γιατί με έχουν δώσει σε έναν άνθρωπο τελείως απαίσιο· χάνομαι από το μαστίγωμα, με δένει, με βρίζει, όλο και πιο πολύ.

Ο άσωτος γιος. Από την Αλεξάνδρεια· 2ος αι. μ.Χ.

Ἀντῶνις Λόνγος Νειλοῦτι τῇ μητρὶ πλῖστα χαίρειν, καὶ διὰ παντὸς εὔχομαί σαι ὑγειαίνειν. Τὸ προσκύνημά σου ποιῶ κατ' αἱκάστην ἡμαίραν παρὰ τῷ κυρίῳ Σεράπειδει. Γεινώσκειν σαι θέλω ὅτι οὐχ ἤλπιζον ὅτι ἀναβένις εἰς τὴν μητρόπολιν· χάριν τούτου οὐδ' ἐγὸ εἰσῆλθα εἰς τὴν πόλιν. Αἰδυσοπούμην δὲ ἐλθεῖν εἰς Καρανίδαν, ὅτι σαπρῶς παιριπατῶ. Αἴγραψά σοι ὅτι γυμνὸς εἰμεί.

Ο Αντώνης Λόγγος στέλνει πολλά χαιρετίσματα στη μητέρα του Νείλου· σου εύχομαι να είσαι πάντοτε καλά. Σε μνημονεύω κάθε μέρα όταν προσεύχομαι στο θεό Σέραπη. Θέλω να ξέρεις ότι δεν το περίμενα ότι θα ανέβαινες στην πρωτεύουσα (του νομού)· γι' αυτό δεν μπήκα κι εγώ στην πόλη. Ντρεπόμουν να πάω στην Καρανίδα, επειδή περπατώ κουρελής. Σου έγραψα ότι είμαι χωρίς ρούχα.

Οι αλλαγές στην προφορά φαίνονται στα ορθογραφικά λάθη που κάνει ο επιστολογράφος, π.χ. σαι αντί σε, ἡμαίραν αντί ἡμέραν, που δείχνουν ότι τα αι και ε προφέρονταν πια με τον ίδιο τρόπο· πλῖστα αντί πλεῖστα, ἀναβένις αντί ἀναβαίνεις, που δείχνουν ότι τα ι και ει προφέρονταν επίσης με όμοιο τρόπο· το ίδιο συμβαίνει και με τα ο και ω: βλ. ἐγό αντί ἐγώ και ίσως σαπρῶς αντί σαπρός.

Ο παραπονιάρης νεοσύλλεκτος. Αίγυπτος· 3ος αι. μ.Χ.

Πέμψις μοι ἀβόλλην καὶ βύρρον καὶ ἱμάνταν καὶ ζεῦγος φασκίων καὶ ζεῦγος ἱματίων χρωματίνων καὶ ἔλαιον καὶ τὸ τροῦλιν, ὡς εἶπές μοι, καὶ βαρυγαύτην καὶ ζεῦγος κερβικαρίων καὶ Γερμανόν, ἐπεὶ χρείαν αὐτοῦ ἔχω. Τὸ λοιπὸν οὖν, μήτηρ, πέμψις τὰ ἐπιμήνεια ἐντάχειον. Ταῦτα μοι ἔλεγες, ὅτε ἦλθα πρός σε, ὅτι «Πρὸ τοῦ εἰσέλθοις εἰς τὴν παρεμπολήν σου, πρός σε πέμπω ἕνα τῶν ἀδελφῶν σου,» καὶ οὐδέν μοι ἔπεμψες, ἀλλὰ ἀφῆκές μοι οὕτως μηδὲν ἔχων μηδὲ ἱματισμοῦ μηδὲ ἄλλου μηδέν. Οὐκ εἶπες ὅτι ἐάσις με οὐκ ἔχων οὐ χαλκὸν οὐκ οὐδέν, ἀλλὰ ἀφῆκές μοι οὕτως ὡς κύων. Καὶ ὁ πατήρ μου πρὸς ἐμὲ ἐλθών οὐκ ἔδωκέ μοι ὀβολόν, οὐ βύρρον, οὐκ οὐδέν, ἀλλὰ πάντες καταγελῶσί μοι ὅτι «Ὁ πατὴρ αὐτοῦ στρατεύεται, οὐδὲν αὐτῷ δέδωκε.» Ἔλεγε ὅτι «Ἐὰν ἀπέλθω εἰς οἶκον, πέμπω σοι πάντα.» Οὐδέν μοι ἐπέμψαται. Διὰ τεί; Ἡ μήτηρ Οὐαλερίου ἔπεμψε αὐτῷ ζεῦγος ὑποζωνῶν καὶ κεράμειον ἐλαίου καὶ σφυρίδαν κρεδίων καὶ δίλασσον καὶ διακοσίας δραχμὰς διὰ Λεονδαροῦτος. Ἐρωτῶ σε οὖν, μήτηρ, πέμψις πρὸς ἐμέ, μὴ ἀφήσις μοι οὕτος.

Στείλε μου μια μάλλινη χλαίνη, και πανωφόρι, και λουρί, κι ένα ζευγάρι φασκιές, κι ένα ζευγάρι χρωματιστά ρούχα, και λάδι, και την κούπα, όπως μου είπες, και μανδύα με πορφυρό σειρίτι, κι ένα ζευγάρι μαξιλάρια και τον Γερμανό , επειδή τον χρειάζομαι. Λοιπόν, μαμά, στείλε μου όσο γίνεται γρηγορότερα τα τρόφιμα. Όταν σε επισκέφτηκα, μου έλεγες επί λέξει: «Πριν μπεις στο στρατόπεδο σου, σου στέλνω ένα από τα αδέρφια σου,» και δε μου έστειλες τίποτε, αλλά με άφησες έτσι, χωρίς καθόλου ρούχα, χωρίς απολύτως τίποτε. Δεν είπες ότι θα μ' αφήσεις έτσι, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτε, αλλά μ' άφησες έτσι, σαν το σκυλί. Κι ο μπαμπάς, όταν ήρθε να με δει, δε μου έδωσε ψιλά, ούτε μανδύα, ούτε τίποτε, αλλά όλοι με κοροϊδεύουν λέγοντας «Ο πατέρας του είναι στρατιώτης, δεν του έδωσε τίποτε.» Μου έλεγε «Αν πάω σπίτι, σ' τα στέλνω όλα.» Τίποτε δε μου στείλατε. Γιατί; Η μαμά του Βαλέριου του έστειλε ένα ζευγάρι ζώνες, κι ένα φλασκί λάδι, κι ένα καλάθι κοψίδια, κι ένα δίλασσο και διακόσιες δραχμές με τον Λεονταρούτα. Σε παρακαλώ, λοιπόν, μαμά, στείλε μου, μη μ' αφήσεις έτσι.

Χαράγματα

Οι αρχαίοι, όπως και εμείς, συνήθιζαν να χαράζουν τα ονόματα τους ή διάφορα μηνύματα πάνω σε δέντρα, βράχους και τοίχους. Γύρω στα 550 π.Χ. ο Αθηναίος Σωτιμίδης κάθησε πάνω σε έναν βράχο της Βουλιαγμένης και σκέφτηκε να μας αφήσει το παρακάτω «γκράφιτι» ( = η, = ω):

Στιμίδς εἶναι φμὶ οἷος παρὰ τν hoρίαν

Εγώ, ο Σωτιμίδης, λέω ότι βρίσκομαι μόνος στα όρια

Παροιμιακές φράσεις

Πλούταρχος. Πράγματα αδύνατα

Εἰς ὕδωρ γράφεις. Δικτύῳ ἄνεμον θηρᾷς. Κοσκίνῳ ὕδωρ ἀντλεῖς. Εἰς ψάμμον οἰκοδομεῖς. Σίδηρον πλεῖν διδάσκεις. Λύκου πτερὸν ζητεῖς. Τράγον ἀμέλγεις. Ἐλαίῳ πῦρ σβεννύεις. Ὄρνιθος γάλα ζητεῖς. Κωφῷ ὁμιλεῖς. Ἀνδριάντα γαργαλίζεις. Αἰθίοπα λευκαίνεις. ᾨὸν τίλλεις.

Γράφεις στο νερό. Κυνηγάς τον άνεμο με δίχτυ. Αντλείς νερό με κόσκινο. Χτίζεις στην άμμο. Μαθαίνεις στο σίδερο να επιπλέει. Ψάχνεις για φτερό λύκου. Αρμέγεις τράγο. Σβήνεις τη φωτιά με λάδι. Ψάχνεις για του πουλιού το γάλα. Μιλάς σε κουφό. Γαργαλάς άγαλμα. Ασπρίζεις αράπη. Κουρεύεις αβγό.

Έμμετρο αίνιγμα


Ζῷονἄπουν ἀνάκανθον ἀνόστεον ὀστρακόνωτον
ὄμματα τ' ἐκκόπτοντα προμήκεα κεἰσκύπτοντα.

Ζώο χωρίς πόδια, χωρίς ραχοκοκαλιά, χωρίς κόκαλα, με όστρακο στην πλάτη και μάτια μακρουλά που βγαίνουν και μπαίνουν.

«Κακές» λέξεις

Οι αρχαίοι, όπως όλοι οι λαοί, είχαν ένα πλούσιο ρεπερτόριο «κακών» λέξεων. Η λέξη χέζω, λ.χ., υπήρχε και στην αρχαιότητα. Όταν ήθελαν να την αποφύγουν, χρησιμοποιούσαν διάφορες εναλλακτικές «ευγενέστερες» λέξεις ή εκφράσεις, λ.χ. ἀποπατῶ (που σώζεται μέχρι σήμερα στη λέξη απόπατος)· σήμαινε 'πηγαίνω μακριά από τον «πατημένο» τόπο, πηγαίνω σε απόμερο τόπο'. Επίσης χρησιμοποιούνταν οι εκφράσεις τὰ ἀναγκαῖα (θυμηθείτε τη σημερινή έκφραση κάνω την ανάγκη μου) και εὐμάρεια (δηλ. 'ευκολία'). Η λέξη πορδή υπήρχε και στα αρχαία ελληνικά και προέρχεται από το ρήμα πέρδομαι. Στο απαρέμφατο κακκᾶν (που ανήκε στο παιδικό λεξιλόγιο, πρβ. το χωρίο του Αριστοφάνη παραπάνω) κρύβονται τα σημερινά κακά.