[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Γιάννης Ρίτσος
Το τέλος της Δωδώνης, ΙI
Έτσι που γκρεμιστήκαν οι θεοί, δεν ήξερε κανένας κατά πού να στρέψει.
Οι άρρωστοι μέναν στα κρεβάτια τους με τα μάτια κλεισμένα.
Μες στα παπούτσια τους σαπίζαν τα τσουράπια τους, και δυο λουλούδια στο ποτήρι.
Οι πονηροί προσαρμοστήκαν γρήγορα. Βάλανε πάλι τα καλά τους,
περνοδιαβαίνουν στο παζάρι, συζητούν, εμπορεύονται. Ανάλαβαν
την υπεράσπιση του επιδρομέα. Αλλάξανε τα ονόματα των δρόμων
και των ναών — πρόχειρες αντικαταστάσεις. Ο Δίας κι η Διώνη
δώσαν τη θέση τους στον Ιησού και στην Παρθένο. Ο Θεοδόσιος
τ’ αποτελείωσε όλα — τί βωμούς και τί ιερά, και το μεγάλο εκείνο δέντρο
το καταστόλιστο απ’ τα τόσα αφιερώματα.
Κι ωστόσο ακόμα
υπάρχουν κάμποσοι (κι οι πιο καλοί) που δε συνετιστήκαν. Περιμένουν πάλι
άλλους καλύτερους θεούς κι ανθρώπους· δυσανασχετούν, διαμαρτύρονται,
ονειρεύονται, ελπίζουν. Εμείς, οι λίγοι (που, όσο να ’ναι, κάτι σκεφτόμαστε)
παραιτηθήκαμε από τέτοιες πολυτέλειες, κι απ’ την ίδια τη σκέψη·
σκάβουμε το μικρό χωράφι μας· καμιά φορά κοιτάζουμε τα σύννεφα,
γαληνεμένοι, σχεδόν ασφαλείς. Μια μέρα βρήκαμε σ’ ένα χαντάκι
ριγμένο κείνο το αγαλμάτιο, που χτύπαγε με το ραβδί του τα μετάλλινα σκεύη
δίνοντας ήχους μαντικούς. Για λίγο μας συγκίνησε. Είπαμε
κάπου να το φυλάξουμε. Προς τί; Κειμήλια τώρα θα κρατάμε;
Κι αν μας το βρίσκανε; Τ’ αφήσαμε κειδά. Ρίξαμε και δυο φούχτες χώμα.
Το σκυλί βιάζονταν. Οσμίζονταν τα δέντρα. Πέφταν κιόλας μεγάλες σταγόνες.
Λέρος, 7.X.68
Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.