[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Γιάννης Ρίτσος
Το τέλος της Δωδώνης, Ι
Είχαμε τους βωμούς, τις εκκλησιές μας, τα μαντεία. Με τα ίδια μας τα μάτια
είχαμε δει τη χρυσή περιστέρα και το πελέκι του ξυλοκόπου
να πέφτει καταγής. Κρυφές λαλιές — τα φύλλα, τα πουλιά κι η κρήνη —
μας λέγαν τί να κάνουμε, τί να μην κάνουμε. Καλό αποκούμπι
οι μάγισσες με τα καζάνια τους και το φλιτζάνι του καφέ. Κι από πάνου
η βαθύφωνη δρυς.
Είχαμε κάπου κι εμείς ν’ αποταθούμε, να ρωτήσουμε
για τ’ αρνιά, τα παιδιά μας, τη ροδιά, για τη μονόφθαλμη αγελάδα,
για το γαϊδούρι, το μποστάνι, το τσουκάλι. Κι η απάντηση πάντα,
(όσο κι αν άλλαζε κάθε φορά, κάθε φορά στον ίδιο τόνο:)
σίγουρη, δυνατή, προσταχτική, αμετάκλητη. Ξενοιάζαμε κάπως —
άλλοι είχαν την ευθύνη της απόφασης για επιτυχία κι αποτυχία. Εμείς
μονάχα την υποταγή και την εχτέλεση, με γερμένα ματόφυλλα. Τώρα,
όλα τ’ αναποδογυρίσανε — βωμούς, εκκλησιές, κοιμητήρια. Τα κόκαλα
πεταμένα στη ρούγα. Κόψαν και την άγια δρυ — το συμβουλάτορά μας.
Δεν έχουμε πια ποιόνε να ρωτήσουμε, ποιόνε να εμπιστευτούμε. Ο Άρκης
γυρνάει στην αγορά με το ματόβρεχτο πελέκι του ζωσμένο στη μέση,
κι ούτε ένα πούπουλο χρυσό απ’ τη σκοτωμένη μαντική περιστέρα
να τρέμει στο φεγγίτη της κουζίνας ή στις σκονισμένες πικροδάφνες·
μονάχα το νερό της αρνησιάς σταλάζει αργά τη νύχτα μες στον άδειο στάβλο,
κι είναι ήσυχα — μια επίβουλη ησυχία σαν την πρώτη, σαν την τελευταία.
Λέρος, 6.X.68
Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.