[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Γιάννης Ρίτσος
Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα
Αφέντη, τόσα χρόνια που ’λειπες, εδώ απορριγμένος — κοίταξέ με —
απάνου στην κοπριά που ’χουν για τα χωράφια. Αγκάθια και τσιμπούρια
μπηχτήκαν στο πετσί μου. Τόσα χρόνια, αφέντη, και δεν είχα
σε ποιόνε να κουνήσω την ουρά μου. Πού ’ναι τα πρωινά μας
με τη δροσιά στα δάση, τα νερά, τα φύλλα, το κυνήγι,
τα πολύχρωμα πούπουλα στον αέρα τα βράδια; Καρτερώντας
κοκάλωσαν τα μάτια μου — δεν κλείνουν· πέτρωσε κι η τσίμπλα.
Βάλε το χέρι σου ανάμεσα στ’ αυτιά μου, να μπορέσω να πεθάνω.
Ο αφέντης πέρασε, τον κλότσησε, μπήκε στα δώματα. Σε λίγο
ακούστηκε το σφύριγμα απ’ τα βέλη που καρφώνονταν στους τοίχους.
Κι ο Άργος, εκεί, με πετρωμένη ουρά, με πετρωμένα μάτια — να μην κλείνουν,
νεκρός απάνου στην κοπριά, να βλέπει ακόμα — πρώτη του φορά να βλέπει.
Λέρος, 22.ΙX.68
Στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.