[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Τάκης Σινόπουλος
Ελένη
Que tu es belle maintenant que tu n’es plus
P.J. Jouve
1.
Με πήρε τ’ όνειρο κι ο πυρετός με πήρε η νύχτα μ’ έσυρε
σε σκοτεινές θηλές άπειρες νύχτες μ’ έσυραν
σε δύσκολα περάσματα γυμνός
μονάχος παραμόνεψα
χιλιάδες φωτισμένα πρόσωπα χιλιάδες πρόσωπα καμένα
η νύχτα θαυμαστό ποτάμι του θανάτου — ήσουν εκεί
παρούσα μες στα οράματα
των εποχών ήσουν εκεί δεν ήσουν φεύγοντας
σε μια φανταστική πατρίδα η διάφανη
η ωραία η άμωμος η ασύλληπτη
η Ελένη ζωντανή
με το γαλήνιο βάρος του παμπάλαιου σώματος
με τις πορφύρες και με τα βαρύτιμα —
οι σάλπιγγες στεγνές διαφήμισαν
τον τελευταίο θρίαμβο.
Πατρίδα μου με τ’ ασβεστώδη δάση
πελώρια γη των βράχων των κοιλάδων
γυμνέ ακατοίκητε ουρανέ μητρόπολη καταργημένη
τούτες οι πόλεις αγαπήσανε τον όλεθρο
τα ξάστερα πουλιά αποδήμησαν
ο γιος μου έφυγε για τον πόλεμο
η κόρη μου σιχάθηκε τ’ αλκοόλ
τώρα χορεύει σ’ αίθουσες ανάστροφες
πότε γυμνή πότε ντυμένη ως Άρτεμις
με τόξο και φαρέτρα.
Η Ελένη δεν υπάρχει πια
μες στην εγκόσμια λύπη.
Μας το είπαν ήδη τα μεγάφωνα
μια συλλογή από σπαραγμούς
ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο.
2.
Τότε αναπήδησες από τη χαίνουσα
καρδιά μου πάνοπλη
με σάρκες και με φώτα.
Το αίμα μου ένα σκοτάδι ακίνητο κι ιδού.
Εσύ η χυμώδης άνοιξη.
Εγώ σιαγόνα τρέμουσα
σε πείνα μαύρη.
Και τα όνειρά μου ορμήσανε — σκυλιά και πειρατές.
Και το κορμί μου — η σκόνη.
3.
Ισκιερή πλαγιά λαβωμένου κοριτσιού
δάση της πλανεμένης
μα το κορμί της γόνιμο από πίκρα και προδοσία.
4.
Η φωνή της Ελένης
Πού πάω η αστόχαστη; Ποιό αμάρτημα
σαλεύει μες στα καρπερά μου μάτια;
Πατέρα που μ’ εγέννησες ποιός θα ’ναι ο θάνατός μου;
Υπάρχω τάχα
όπως υπήρξα κάποτε μες στη θερμή πατρίδα μου
ζώντας μονάχη τις πελώριες εποχές των μύθων
καμπυλωτή ομορφιά βαθύσκιωτη; Κι ακόμα εσύ
πρόσκαιρε αγαπημένε υπάρχεις σμίγοντας τα μέλη σου
κάτω από δάση νύχτας με τα μέλη μου
χλωμά συμφιλιωμένα; Εσύ των άστρων νοσταλγός
την αδερφή των άστρων τραυματίζοντας
με γήινα ρόδα. Μου μιλάς
με ντύνεις με στροφές και ποιήματα για να ’μαι απρόσιτη
στις γέφυρες του χρόνου. Ποιές πηγές
και ποιά ποτάμια βασιλεύουν στο αίμα μου;
Ποιάς δόξας ο χυμός μού δίνει αυτή τη μέθη
να παίζω και ν’ ασπάζομαι τον καθημερινό μου θάνατο;
Κατάστιχτη από δροσερά
φιλήματα πορεύομαι στον έρωτα. Τα βήματά μου
βαριά αντηχούνε στην απάνθρωπη ερημιά
τούτου του κόσμου. Νιώθω
σαν ένα δέντρο ξαναμμένο που ονειρεύεται
μ’ όλες τις ρίζες του ανοιχτές
στο άπειρο φως. Ω βοήθησέ με
μαζί με τα φορέματα να ξεντυθώ
το θάνατό μου και με θάνατο να σε γεμίσω απόψε.
Θα σε δεχτούνε τα βουβά μου γόνατα.
Γιατί είμαι γόνιμη θα σε γεννήσω
κι εσύ θα με γεννήσεις από την αρχή.
Μα βούλιαξε
στις φωτεινές κοιλάδες μου στους όρμους της Ελένης.
Ανέβα αυτά τ’ απρόσιτα βουνά
τα μαύρα της Ελένης.
5.
Η νεότητα της Ελένης
Πόσο νυχτερινή είμαι στη βαθύσκιωτη κατηφοριά
του πρώτου μου έρωτα. Ουρανέ γεμάτε μαύρα
βαριά σταφύλια από την έπαρση του νέου καλοκαιριού!
Ένα ξημέρωμα έξοχο φωνάζει απ’ τους αγρούς. Μια αυγή
που πνέει σπορά χλωμών ονείρων. Και το σώμα μου
σε φωτεινή ξεκούραση βορά του γήινου χρόνου.
Ω δροσερά
φιλιά ολοκάθαρα μες στην ανάμνηση των εποχών
που ζήσαμε στην έρημο. Φωνές φωνές και πρόσωπα γυμνά
πολύν καιρό χαμένα μες στη μνήμη μπερδεμένα
με τάφους και φωτιές. Ο μυστικός ουράνιος πόνος
εκείνου του μοναδικού που μ’ αγαπά κι εγώ
από το ποίημα τούτο το πικρό παλεύοντας ολάκερη
ν’ αναδυθώ. Μονάχα αυτό
με συντηρεί στην αφθαρσία — η χίμαιρα.
Σαν ένα ουράνιο τόξο νιώθω το αίμα μου
και νά με εδώ ξανά μ’ αυτό το κάλεσμα
που ήρθε τη σάρκα μου πολύπειρη να τη βαφτίσει
σε νέο θάνατο. Ω πικρή
πικρότατη ύπαρξή μου από έγνοιες βασιλεύουσες
τρομερές μακρόσυρτες αναμνήσεις.
Κι εσύ που μ’ αγαπάς ασύγκριτε
ω φίλησέ με ακόμα μες στη γήινη προσφορά μου
ω λάτρεψε στον έρωτα τη νέα νεότητά μου.
6.
Ο θάνατος της Ελένης
Κοίτα το φεγγαρόφωτο πώς με φρουρεί! γδυμένη
από τον ύπνο μου μ’ αφρούς στα χέρια
αλλάζω σώμα χαίρομαι
των μαύρων κορυφών μου τις φωνές. Ω χώρα
σάρκα μου λατρευτή και μονοπάτι φορτωμένο σκιές.
Τόσο γυμνή είμαι
που του θανάτου μου η ανάμνηση σαν αίνιγμα αναθρώσκει
από τις όχθες του έρωτα. Λουσμένο μ’ αίμα
πονάει τ’ αστέρι μου το πιο πολύτιμο που το λαβώνεις
με την απίστευτή σου ορφάνια. Κοίτα
πάνω στη δίψα σου φωτίζομαι απ’ τον τρομερό
μύθο του ποιήματος. Ω βάσταξέ με ακόμα
μες στ’ όνειρό σου να συντηρηθώ με τις πορφύρες μου
τις πιο παράφορες. Δώσ’ μου των λέξεων την αυγή
μέσα στη λευτεριά μου του έρωτα το βάρος των πραγμάτων
για να σε ξεχωρίσω με τα μάτια μου
που καταχτήθηκαν πολύ για να σ’ αγγίξω
με των μαστών μου τους αιθέριους βράχους
εσένα που γεννήθηκες από την κορυφαία φυλή
και μ’ αγαπάς και με στοχάζεσαι
παντοτινή να μείνω μες στο ποδοβολητό
του χρόνου. Όμως εγώ πεθαίνω απόψε που γεννήθηκα.
Η σκιά της γης με σκέπασε κι είμαι άλλη μια φορά
μέσα στη γνώση του θανάτου μου άσπιλη από θάνατο
λουσμένη τώρα από
τον καρποφόρον ήλιο των ποιητών.
7.
Η σκέψη του ποιητή
Η Ελένη τώρα γίνηκε ένα με τη γη.
Λάμπει μες στην πατρίδα του θανάτου υπέρτερη.
Θρεμμένη με τη μνήμη μου γεννιέται από παντού
πιο αληθινή από τ’ όνειρο πιο σκοτεινή από βράχους
κι η σάρκα της ακόμα ανέγγιχτη από αίμα και συλλήψεις.
Είναι η απρόσιτη η μη παραδομένη.
Από τους άμμους κίνησε το κάλεσμά μου ακούγοντας
τη μυστική φωνή — σπέρμα του χρόνου.
Κι απόψε η άσπιλη ανασαίνει εδώ. Να δώσει να δοθεί.
Τα χόρτα καίνε
πάνω στη γη που σκέπασε τους υψηλούς γεννήτορες.
Τυφλοί πατέρες προστατεύουνε τη μνήμη της.
Κι είναι το θέρος λάμπει η θάλασσα μια ασπίδα απέραντη
το χώμα στις κοιλάδες αφανίζεται μέσα στη μέθη του ήλιου.
Και τούτη την Ελένη την αγγίζω της μιλώ.
Τα μάτια της πελώρια από το χρόνο
περνούν πάνω απ’ τους τάφους λούζονται
συμφιλιωμένα με το φως. Εδώ είναι η νέα Ελένη.
Το αίμα μου ανέβηκε τόσο ψηλά στην αιωνιότητα
που το θερμό μου σώμα μόλις
χωρίζει από το σώμα της.
Την αφθαρσία γυρεύοντας
με ουράνια ποιήματα θα τη διαιωνίσω.
Συνεπαρμένη πάμφωτη είναι τώρα από κραυγές
δονείται τρικυμίζει διασκορπίζεται
σ’ όλες τις εποχές γεννώντας και πεθαίνοντας
εγκόσμια κι αναλλοίωτη γυμνή γυναίκα ανίσκιωτη
η Ελένη μόνο υπάρχουσα μες στην αρχαία κατάρρευση
πολέμων μύθων και θεών.
8.
Ποίημα για την Ελένη
Ωραία εσύ η ανίδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ’ όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ’ αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ’ οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε σου ’φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου ’φερα κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ’ το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ’ τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ’ τη δική μας γη
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.
Και τούτο τ’ ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.
Τάχα θα ’ρθεις;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω
όταν ο χρόνος θα ’ναι ακίνητος από τα θαύματα
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες-ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα ’ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ’ άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;
9.
Καθώς σε γήινο ενυδρείο μες στα αιχμάλωτα νερά
κινούνται ίσκιοι ψαριών
ο ποιητής κινείται.
Η Ελένη εντούτοις δεν υπάρχει πια
μες στην εγκόσμια λύπη.
Υπάρχουν μόνο τα ποιήματα
μια συλλογή από σπαραγμούς
ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο.
1951, 57
Επίκληση στον ήλιο της Ελένης
Λάμψε ήλιε
πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας λάμψε εδώ
σε τούτη τη στυφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση ήλιε.
Ήλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.
Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα
πάρα πολύ πικρά που δεν υπάρχουν. Ήλιε
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας. Η πολυάνεμη
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ώς τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας
σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι οδύνης. Ω καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε
πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη αστείρευτοι οι μηροί.
Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου.
Κι εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρίφαλα γαρίφαλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο-αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
Ήλιε
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης ω
μετέωρο πνεύμα δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιές παραισθήσεις ποιά όνειρα ποιές αναμνήσεις αθεράπευτες
ποιά δίψα μ’ έφερε ώς εδώ
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με τη νεκρήν Ελένη.
1955
Τάκης Σινόπουλος. 1957. Ελένη. Αθήνα: Δίφρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή I (1951–1964). Αθήνα: Ερμής.