[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Άγγελος Σικελιανός
ΙΙ. Ο Ύμνος στην Ελένη
Απ’ τα βαθιά του θέμελα, πλέριο τραντάζει το όρος.
Κι ως, στων Μυστήριων τ’ άρρητα, το μένος σαν ξεσπά,
τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος,
και των οργίων το τύμπανο σα θεού καρδιά χτυπά,
αιφνίδια, χαλκογόνατη τριγύρα μου μια νιότη,
μες στου βουνού τ’ αδιάκοπο βαθύ μουκανητό,
προβαίνει μ’ ανεπάντεχη γαλήνη και λαμπρότη,
μ’ ένα τραγούδι ανάλαφρο, ψιλό, συγκρατητό!
Μες στο χορό κριαρώνεται το γόνα με το γόνα
—γεια σας! χαρά σας!—, δένονται τα χέρια τους σφιχτά,
σάμπως τραβάν στα πέλαγα μαζί το θεόν Αγώνα,
ένα καράβι από τη γη να πλέξει στ’ ανοιχτά!
Κι ως με το στήθος σπρώχνουνε, με μιαν ανάσαν όλοι
—γεια σας! χαρά σας!—, χύνεται στην άγια αναπνοή,
σα χνότο ομπρός στα στόματα, ψυχής αστραποβόλι,
κι ως ο λοτόμος που χτυπά αφήνουνε μια βοή!
Κι ωσάν τα χέρια, ο τράχηλος, τ’ ολόφωτο κεφάλι,
ν’ αγάλλονται στον ίδρωτα που στάζει θεία βροχή,
απ’ την ισκιά, σα σταματάν, μες στη σιγή προβάλλει,
σαν η σελήνη απ’ τα βουνά, μια μυστική Ιαχή:
«Καρδιά σφυρί — κι ο πόθος μας στο πάλεμα γυμνίτης.
Στα μάτια Σου είμαστ’ έφηβοι· στον ίσκιο Σου παιδιά.
Κι όπως η αηδόνα, στη βαθιά νυχτιά, “Ίτυς, Ίτυς, Ίτυς!”
φωνάζει μες στον πλάτανον, όμοια για Σε η καρδιά!
»Ποιός την ψυχή μάς άγγιξε; και ποιός την απαλαίνει
την αναπνιά στα σπλάχνα μας, κρυφά, σα βρεφική;
“Από τις Πύλες τις Σκαιές, αργοπερνά η Ελένη,
κι οι γέροι ορθοί σηκώνονται μπροστά της, σκεφτικοί!”
»Κι εμείς, οπού γευτήκαμε το μυστικό της σώμα,
που αγγίξαμε τα πέπλα της, που εφόρει, τα μακρά,
που αγγίξαμε τα πέπλα της στα βλέφαρα, στο στόμα,
οπού έπιαμε το αντίχολο στα πάθη τα πικρά,
»και στο κρυφόν αντίδωρο μας εβουβάθη το αίμα,
ν’ ακούσουμε ολοκάθαρη την ίδια της φωνή
—σαν τ’ άγιο βασιλόπουλο που, αγγίζοντας το στέμμα,
στης μυστικής εικόνας του τη δόξα αδημονεί
»και, βάζοντάς το σιωπηλά, σιγά, στο μέτωπό του,
δεν ξέρει κι αν επέθανε, δεν ξέρει ουδέ κι αν ζει,
πότε άσπρο, πότε πύρινο φωτάει το πρόσωπό του,
κι ο Θάνατος κι ο Υμέναιος του τραγουδάν μαζί—
»απ’ το κρυφόν αντίδωρο μας εβουβάθη το αίμα,
κι όλη μαζεύτη μέσα μας η πνοή, μια προσταγή:
“Σέρπει σα φίδι, ο άνθρωπος, μα, μπρος στο μάγο πνέμα,
χτυπάει φτερόν αθάνατο, βαθιά του, ώσπου να βγει!”
»Ψηλά, με γλώσσα πύρινη κι αν Σε καλούμε τώρα,
κι ως όρθρος η λαχτάρα μας, αργά, χωρίς ορμή,
κρυφοκυλάει στις φλέβες μας το μυστικόν ιχώρα,
με δυο φτερά ζυγιάζοντας αιώνια το κορμί,
»κι όλο λαμπρότερο φωτά, όσο για Σε ανεβαίνει,
γλυκόν αχτιδοβόλημα σαν άστρο γελαστό,
τι η λάφρη του, απ’ τη χάρη Σου ιερά πλημμυρισμένη,
πια ξεχειλάει στο πνέμα μας, πασίχαρα μεστό,
»για Σε, για Σε ασκητέψαμεν, ω αθάνατη, τα χέρια·
άλλο από Σε δεν είδαμε, δεν γγίξαμε ναό·
αλλ’ ως Σε γγίξαμε, μεμιάς αγγίξαμε τ’ αστέρια·
αλλ’ ως Σε γγίξαμε, μεμιάς αγγίξαμε το Θεό!
»Για Σε, για Σε ασκητέψαμε το αδάμαστο ποδάρι
εκεί που βράχια μοναχά, χαλίκι, ανηφοριά·
το νέο μας πάτημα φτερόν ασίγητο να πάρει
πάνω στης γης οπὄκαιγε σκληρά τη σιδεριά,
»ώσπου η φωτιά της φτέρνας μας, στις κορυφές, τα βράδια,
αναπαυόνταν, βάνοντας το πόδι σε γκρεμό,
κι ένιωθε πλήθια απάνω της του ανέμου όλα τα χάδια,
την άβυσσο, όλο βάρσαμα που κύλαε, ποταμό!
»Για Σε, για Σε ασκητέψαμε της δίψας τη σκληρότη,
σε βράχια θαλασσόδαρτα τρυγώντας τον αφρό
της περασμένης τρικυμιάς, το αλάτι, όσο που πρώτη
τον κόπο μας εσήκωνες, σα γλάρον, αλαφρό!
»Για Σε, για Σε ασκητέψαμε το εφηβικό μας στήθος,
μπρος στα μελτέμια τα σφοδρά του Αιγαίου ανυψωτοί,
ως των ανέμων μέσα τους που αυλίσαμε το πλήθος
και πλέξαμεν ενάντια τους ωσά θαλασσαϊτοί!
»Κι ο πόθος, που μ’ ακράτητα τα χέρια αναμερίζει
το λόγγο όπου τον κλείσανε σαν τείχος τα κλαδιά,
κι ανάμεσό τους, βγάνοντας το πρόσωπο, μυρίζει
με τα ρουθούνια ολάνοιχτα της γης τη μυρουδιά,
»κι από ψηλά, αναγάλλιαζε να τηνε χαιρετίζει,
λαμπροντυμένη μ’ όλα της τα λούλουδα, καθώς
στα ουράνια μέσα ο Πήγασος, πετώντας, χρεμετίζει,
και κάτουθέ του ο άσωτος ηλιοβολάει βυθός!
»Τι, σα βασιλομέλισσα, που, μέσ’ από τα στίφη
των μελισσών, τοξεύοντας το πέταμα ψηλά,
μες στο κυανό βυθίζεται, διάχρυσο βέλος, νύφη,
ενώ ξοπίσω της ο εσμός βογκώντας ξεχειλά,
»σα φλόγα κι όλο υψώνεται λαμπρότερος ο αγέρας
στη μυστικήν εικόνα Σου την τόλμη οπού μεθά·
κι ως το πουλί, που χάνεται μέσα στο φως της μέρας,
ο νους μας δεν εδείλιασε ποτέ να Σε ακλουθά!
»Στα σπλάχνα τώρα αν αναβρά το χάδι, η ηρεμία
του ιμέρου Σου, που απόμεινε σ’ αισθήσεις γαληνές,
η βούλησή μας κι η ψυχή μπρος στη ζωή είναι μία,
κι είναι οι καρδιές μας άγγιχτες, θερμές και φωτεινές!
»Ω αθάνατη, δεν ήπιαμεν εκεί που πίν’ η αγέλη,
σ’ άδειας που σέρνεται ζωής το χνάρι, ταπεινή·
μα με του σκήπτρου την κορφήν αγγίζοντας το μέλι,
σκήπτρο στυλώσαμε άσειστο, στο νου, την ηδονή!
»Τι, μες στην άγια δίψα μας απλώθηκε νεφέλη
που ολόμελους μας πότισεν ολύμπιο δροσισμό,
κι η πύρη ανάβρυσε πηγή, κι έδωκε η πέτρα μέλι,
κι άσβηστη αγρύπνησε φωτιά στης νιότης το βωμό!
»Ακέρια μες στα στήθη μας μαζώχτηκε η πατρίδα·
κι έργο της, λόγος, όνειρο, βαθιά τους αντηχεί,
σαν από δόρυ ορμητικό, βογκώντας, μιαν ασπίδα
που, πίσωθέ της, άγρυπνη παραφυλάει ψυχή!
»Λιγόζωες τις ατίμητες χαρές δε θέλει πούνε,
που ως λεύκες εβυθίζανε τις ρίζες σε πηγή·
τι μες στης σάρκας λαχταράν τ’ άξιον αγγειό να μπούνε
ψυχές που η αχερούσια τις θέριεψε σιγή!
»Στου Υμέναιου, ν’ ανασάνουμε ποθώντας, τον κοιτώνα,
που τον βιγλίζει ακοίμητο στη φούχτα Σου δαδί,
της θεότητας φορέσαμε τον άραφο χιτώνα,
κι άγαλμα νου, στα φρένα μας, εφώταε, το παιδί!
»Ω, δώσε, η άξια νιότη μας απ’ τον καρπό σα γείρει,
τα μάτια μας, τη δόξα Σου, στην κλήρα τους να ιδούν,
πώς απ’ τα πεύκα, σύγνεφα χρυσά, σκορπάν τη γύρη
οι ανέμοι οι ανοιξιάτικοι σφοδρά που μελωδούν!
»Σ’ Εσέ τα χέρια υψώνουμε, ω Αθάνατη, που κρύβεις,
σαν το είδωλο της λάτρας Σου κλεισμένο στη σμυρτιά,
φυλής ακέριας άνθισμα, στη θεία σκιά μιας ήβης,
το σπόρον οπού φώλιασε χρυσάφι στη φωτιά!
»Σ’ Εσέ, σ’ Εσέ ακριμάτιστα σηκώνουμε τα χέρια.
Στο άρμα μας δώσ’ να ζέψουμε για πάντα τον καιρό·
κι όπως ανθούμε εδώ στη γης, ν’ ανθούμε και στ’ αστέρια,
ώς να τα σύρουμε όλα τους στον άξιό μας χορό!»
Άγγελος Σικελιανός. 1967. Λυρικός Βίος. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Δ΄. Αθήνα: Ίκαρος.