[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Γιώργος Σεφέρης
Δ΄ Αργοναύτες
Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτῇ βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.1
Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν έλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.2
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Γιώργος Σεφέρης. 1935. Μυθιστόρημα. Αθήνα: τυπ. Εστίας. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
1. Πλάτων, Αλκιβιάδης 133b. «Λοιπόν, φίλε μου Αλκιβιάδη, κι η ψυχή, αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει να κοιτάξει». Ο λόγος αυτός μου έδωσε κάποτε ένα συναίσθημα πολύ συγγενικό με τους στίχους του Baudelaire («La mort des amants» [Ο θάνατος των εραστών]):
Qui réfléchiront leurs doubles lumières
Dans nos deux esprits ces miroirs jumeaux.
[Οι δυο καρδιές μας θα είναι δυο μεγάλες δάδες
που θα καθρεφτίσουν τα διπλά τους φώτα
στα δυο μας πνεύματα, αυτούς τους δίδυμους καθρέφτες.] (σημείωση του ποιητή).
2. (Σημείωση του ποιητή) στ. 39–40:
ἀνδρὸς δυστήνοιο, καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι·
ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν,
τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ’ ἐμοῖς ἑτάροισιν.
(Οδύσσεια, λ 75–78)
[και μνήμα χτίσε μου κοντά στ’ αφροντυμένο κύμα,
για να θυμούνται κι οι στερνοί το δόλιο παλικάρι.
Κι αυτά όταν κάμεις στήσε μου κι ένα κουπί στον τάφο,
αυτό που ζώντας έλαμνα κι εγώ με τους συντρόφους.
(Μετάφραση Ζ. Σιδέρη)]