[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Στράτης Μυριβήλης
Ο Αργοναύτης
(απόσπασμα)
Γ΄
Η φωνή της φυλής
Σαν άρχισε να τρανεύει τ’ αγόρι της, η κυρα-Μαρίνα τού τα ’πε και τα ξανάπε όλα τούτα τα πένθη της φαμίλιας, που την ορφάνεψε και τη μαυροφόρεσε η θάλασσα με τόσον αλύπητο κατατρεγμό.
— Αντρέα, εσύ δε θα πατήσεις ποτές σου καραβοσάνιδο αν μ’ αγαπάς. Είναι το πιο άπιστο πράμα η θάλασσα, αγόρι μου...
Ο Αντρέας τής χάιδευε πάντα το αδύνατο χέρι, κουνούσε το κεφάλι χωρίς να μιλά και χαμήλωνε τα μάτια. Και πάντα συλλογιζότανε τη θάλασσα.
Του μιλούσε κι αυτή με τη δική της γλώσσα, με τα δικά της λόγια, που ήταν αλλιώτικα από τα λόγια της μητέρας. Και πόσο πιο γοητευτικά! Γιατί μέσα στο αίμα του έτρεχε πολλή θάλασσα. Μια μεγάλη γενιά Υδραίοι θαλασσινοί, κουρσάροι και στολοκάφτες. Καπεταναίοι που έκαναν το ντουνιά να στέκεται με ανοιχτό στόμα και να θαμάζει την αποκοτιά και την αφοβιά τους. Πολλοί προγόνοι μιλούσανε στον Αντρέα με τη φωνή της θάλασσας. Αυτοί σκέπαζαν τη φωνή της χαροκαμένης μητέρας. Και δεν ήτανε μόνο οι κουρσάροι και οι θαλασσομάχοι και οι τρελοί ταξιδιάρηδες προγόνοι που μιλούσαν μέσα στο αίμα του. Ο Αντρέας άκουγε μέσα του τη φωνή της θάλασσας σαν τη φωνή της Φυλής, της προαιώνιας φυλής των θαλασσινών, που έκανε μέσα στα παλιότατα παραμύθια της κουρσάρους και καπεταναίους τα πρώτα της πρωτοπαλίκαρα, και τα ταξίδεψε με την Αργώ στις μυθικές ακρογιαλιές της Κολχίδας. Εκεί κρεμόταν η χρυσόμαλλη προβιά που τη φύλαγε ο σκληρός Αιήτης με τους άγριους δράκους του, κι έπρεπε να πα να τη φέρουνε πίσω στην Ελλάδα οι Αργοναύτες.
Ο Αντρέας διάβαζε με λαχτάρα όλα τούτα τα ιστορικά παραμύθια της Φυλής κι έπλαθε ονειροφαντασιές και συνδαύλιζε τους πόθους του.
Αλήθεια. Να ’τανε, λέει, κείνα τα χρόνια, που μαζευόντανε τα πρωτοπαλίκαρα της χώρας για το ταξίδι της Αργώς. Να τρέξει να προσπέσει στον Ιάσονα, ν’ αγκαλιάσει τα πόδια του, αμάν, να του πει, πάρτε με και μένα μαζί σας, καπετάνιο, στο μεγάλο ταξίδι. Για μούτσο πάρτε με μέσα στην Αργώ, μια κι είμαι ακόμα πολύ μικρός. Για μούτσο και για ψυχογιό. Να νοιάζουμαι το καράβι, να φυλάγω τη νύχτα στο πόστο μου, να τραβώ κουπί, να μπαλώνω το πανί, να κατραμίζω τα σκοινιά. Να ιδεί μαζί τους τις Άρπυιες κείνες τις φριχτές μάγισσες με τις μεγάλες φτερούγες που χτυπούσανε σα χάλκινες. Να πάει μαζί τους στους Χάλυβες, που δουλεύουν τ’ ατσάλι και το κάνουνε σπαθιά και κοντάρια, να φτάσει στο μαγεμένο δάσος του βασιλιά Αιήτη...
Ή τουλάχιστο να ’τανε μαζί με το στόλο του Οδυσσέα, σαν γύριζε χρόνια και χρόνια τις θάλασσες, ώσπου να φτάσει στην Ελλάδα. Να ζήσει μαζί του όλες εκείνες τις θαυμάσιες περιπέτειες.
Πήγαινε στο μόλο του λιμανιού και καμάρωνε, δάσος, τα κατάρτια των καραβιών που κουρνιάζανε αραγμένα. Τα θεόψηλα άρμπουρά τους κουνιόντανε σα να γράφανε στο γαλάζιο κατεβατό τ’ ουρανού μεγάλα κεφαλαία γράμματα.
— ΕΛΑ, ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ!
Του κάνανε σινιάλα και διανέματα και τον καλούσαν.
Και το βαποράκι ούρλιαζε σα δαιμονισμένο.
— Έλα, Αντρέα! Άιντε πάμε!
Ο Αντρέας τούς αποκραινότανε κρυφά μέσ’ από την καρδιά του.
— Αχ ναι! Πάρτε με μαζί σας! Δε με χωρά εμένα η στεριά. Πάρτε με μαζί σας!
Απ’ όλα τα παιδιά ο Αντρέας τα ταίριαζε περισσότερο με τον Πετρή, το γιο του καπταν-Μπούρα. Ήταν ένα αγόρι κάπου δεκάξι χρονώ, λίγο μεγαλύτερος απ’ τον Αντρέα. Δεν τα ’παιρνε τα γράμματα, μα ο Αντρέας τονε θάμαζε, γιατί ήταν ένα καπετανόπαιδο γεροφκιασμένο, δυνατό σαν άντρας και ψημένο στη δουλειά του καραβιού. Ήταν εξάλλου γενναίο και πολύ καλόκαρδο παιδί και αγαπούσε ν’ ακούει τον Αντρέα να του δηγιέται τις θαυμάσιες ιστορίες της θάλασσας απ’ τη Μυθολογία κι από την Ιστορία κι απ’ όλα τα βιβλία που με τόση λαιμαργία διάβαζε ο γιος του καφετζή.
Ο Αντρέας δηγότανε με τόσο πάθος τις ιστορίες του, που ο Πετρής τις πίστευε όλες κατά γράμμα, και δεν ξεχώριζε πάρα πολύ τη μια από την άλλη. Οι Αργοναύτες ταξιδεύανε καμιά φορά και στο νησί των Κυκλώπων μαζί με τον Οδυσσέα, ο Οδυσσέας ήτανε μέσα στα καράβια του Θεμιστοκλή, και ο Θεμιστοκλής, μπουρλοτιέρης, έκαιγε τον Αιγυπτιακό στόλο μαζί με το Μιαούλη και φώναζε στους Τούρκους:
— Αέρραα και σας φάγαμμεεε!
Στράτης Μυριβήλης. Ο Αργοναύτης. 2η έκδ. Αθήνα: Εστία. [1η έκδ: 1936, Αθήνα: Κασταλία].