Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νίκος Μπακόλας

Ο κήπος των Πριγκίπων


(αποσπάσματα)


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

κι αν με παρακαλούσαν να τους πω ποιά ήτανε η τελευταία θέλησή μου θα απαντούσα ότι θα ήθελα να ονομασθώ να είμαι ο πετρωμένος βασιλιάς ο άρχοντας των σιωπηλών των απαθών βράχων και λιθαριών και βότσαλων ο βασιλιάς ο ασυγκίνητος ο άπονος και ο σκληρός χωρίς διάδοχους χωρίς να έχω χρέος κληρονομικό εξουσιασμένος μόνο από τους φυσικούς νόμους από το ένστιχτο έχοντας μόνον ύπαρξη με δίχως γέννηση έρωτες γεράματα θάνατο μια εξουσία παντοδύναμη μια ανεξέλεγκτη ζωή που να μην είμαι υποχρεωμένος κάθε φορά που επιστρέφω στη δική σου αγκαλιά να νιώθω το ίδιο που αισθανόμαστε όταν αρχίζει ο χειμώνας και βγάζουμε τα μάλλινα απ’ το σεντούκι κοιτάζουμε με προσοχή τα εφθαρμένα γάντια τα παλιά πουλόβερ τα κασκόλ κι αναγκαζόμαστε να κάνουμε τη σκέψη ότι μπορούν να φορεθούν αφού δε βρίσκουμε μιαν άλλη λύση και κείνη τη χρονιά μέχρι να ’ρθει η άλλη άνοιξη να ζεσταθεί το φυλλοκάρδι μας γιατί επιστρέφοντας στο ίδιο το σημείο απ’ όπου είχαμε ή ενομίζαμε ότι είχαμε ξεκινήσει διαπιστώνουμε πως η γραμμή που γράψαμε είν’ ένας κύκλος ένας ατέρμονας κοχλίας και ότι η φθορά είναι αναπόφευκτη η κατανάλωση του έργου E = mc2 πως πρέπει να πληρώσει το m το δικό μας το δικό σου το δικό μου τέλος πως όσο και αν είμαστε απρόθυμοι δυσκίνητοι διστακτικοί το έργο θα ’χει πια συντελεστεί θα είναι μια σπατάλη από δύσπνοιες άσπρα μαλλιά και πονεμένα κόκαλα χαμένες οδοντοστοιχίες μια σταθερή ποσότητα χλωροφορμίου και αναλγητικών και επιδέσμων και μήτε ο βασιλιάς εξόν αν είναι ο πετρωμένος βασιλιάς ο αδάκρυτος μήτε η αρχοντοπούλα η Κασσάνδρα η ίδια η Κασσάνδρα του Ορέστη και της Ανδρομάχης μήτε αυτοί οι ίδιοι θα ’χουν μπορέσει να την αποφύγουνε να την προλάβουν τη σπατάλη που ακόμη και αν είσαι άνδρας έρχεται μια στιγμή που αναγκάζεσαι να αιστανθείς σα μια κοινή γυναίκα έκδοτη σε ηδονές πρόθυμη να εξαπατηθείς από ένα τρυφερό θλιμμένο βλέμμα μια συγκινητική ιστορία αιωνίων εραστών λέγοντας όχι όμως τρέχοντας την άλλη ώρα ή την επόμενη στιγμή προς ένα κάτασπρο μισάνοιχτο χεράκι αποζητώντας ευχαρίστηση ή και της περιπέτειας τη γοητεία πρόθυμος πάντοτε να κλάψεις ή να χαρείς ν’ αναστενάξεις να θλιβείς και να μην είναι η ζωή σου φορτωμένη απ’ όλα εκείνα που δεν τόλμησες και που θα σε βαραίνουν σ’ όλη τη ζωή σαν κρίματα άσχετο αν θα σε τυραννεί η τύψη πως ενέδωσες πως ούτε άρχοντας μα ούτε βασιλιάς είχες δικαίωμα να λέγεσαι με τέτοια θέληση ασθενική τέτοιες ροπές και αμαρτίες πως δε μπορείς να πιάσεις πια κανένα λίθο να εξουσιάσεις γιατί δεν είσαι ο αναμάρτητος ή ο απατημένος γιατί ακόμη κι αν κατόρθωσες ή έτυχε να είσαι ο απατημένος προσφεύγεις στο υδροκυάνιο αφού πια είχες μόνος σου σπαταληθεί και δεν υπάρχει ούτε μάζα ούτε λόγος υπάρξεως ταχύτητα και λογική και νόμοι φυσικοί γιατί μπορείς να πεις πια άφοβα ήμουνα αυτός ήμουνα ή έστω να το ψιθυρίσεις και να το εκμυστηρευθείς στον εαυτό σου να βάλεις τέρμα πια στο καθετί να εκμηδενιστεί ο κόσμος στο μυαλό σου και στο αίμα σου να σταματήσει να υπάρχει και για σένα για σένα που είσαι παρελθόν το μη υπάρχον και το έρμαιο το θύμα των παλιών ερώτων των διασκεδαστικών παραμυθιών όπου ο Δον Ζουάν εμφανιζόταν με το σκούφο της νυχτός και σπαρταρούσε από το φόβο του κάθε φορά που αναθυμόταν ότι μπορούσε κάποτε να ανακαλυφθεί πως το σπαθί του ήτανε ελεεινά σκουριασμένο και πως δεν ήξερε καλά καλά πώς το κρατούν και το βιτσίζουν και το διασταυρώνουν και πως στο μάθημα γυμναστικής ερχόταν πάντα τελευταίος από μικρό παιδί άτολμο αρρωστιάρικο συλλογισμένο πως αν είχε ταχθεί σημαιοφόρος ήταν γιατί μπορούσε κι είχε λύσει μια ανείπωτη ευχέρεια τα δυο προβλήματα της γεωμετρίας γιατί ακόμα και στο Άργος δεν είναι δυνατό να ονομαστείς από τη μια στην άλλη μέρα πρώτος αποστηθίζοντας το πυθαγόρειο θεώρημα έχοντας την πεποίθηση πως η υποτείνουσα μπορεί και να υπολογισθεί ακόμη κι αν σου δίναν για γνωστά στοιχεία το όνομα του δασκάλου την ηλικία του επιστάτη που ήτανε γνωστός θηλυπρεπής μα νοικοκύρης κι άξιος έμπιστος προπαντός των κοριτσιών μα δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην έχει λύσει στη μη ευκλείδειο γεωμετρία αρκεί να είσαι ικανός να σκέφτεσαι να έχεις πάντοτε τη δύναμη να πεις ετούτα δω είναι τα δάχτυλά μου πέντε και πέντε ίσον δέκα και να κατανοήσεις ότι η πρόσθεση περιλαμβάνει και τις άλλες πράξεις πως είτε είναι καλές είτε κακές το αποτέλεσμα ανεξαρτήτως των λαθών είναι μονάχα ένα και καθορισμένο ότι και η ποίηση είναι ένα θέμα πράξεων το ίδιο η αρμονία και η τάξη εξού και η ρήση πως τα μαθηματικά είναι μια ποίηση άσχετο αν η εφαρμοσμένη τους μορφή φέρνει σε λύσεις πρακτικές σαν το βεληνεκές του πυροβόλου τον πόλεμο της Μικρασίας όπου οδηγώντας δίχως ικανότητα άλλους ανθρώπους κρατώντας τη ζωή τους κρεμασμένη στο λαιμό σου σαν αλυσίδα με το φυλαχτό πιστεύοντας ή όχι πως είναι δυνατή η αγάπη μα θέλοντας να την αποχωριστείς και μη μπορώντας να σηκώνεις πια τα βάρη της κενής ζωής και μη μπορώντας μη

ξεχνάς τελείως τα παιδιά που θα μπορούσες ν’ αποχτήσεις να κρατήσεις δίπλα σου χάνεσαι μες στις μνήμες μες σε θάλασσες ονείρων και διαγράφεις τους κανόνες της τιμής που έχουνε γραφεί χωρίς να σ’ έχουνε ρωτήσει γιατ’ είσαι άτυχος και κείνη άτυχη και καταδικασμένη να το σκέφτεται συνέχεια παρόλο που θα προτιμούσες να είσαι ο απατημένος κι όχι ο απατεών κι αυτό γιατί διακρίνεις πιο πολύ μια κάποια λύση μια δικαίωση παρά γιατί έχεις προσήλωση στο πνεύμα της θυσίας ή από αυταπάρνηση και αίσθηση καθήκοντος αφού θα πρέπει να ’χεις πια πειστεί ότι δεν είσαι άξιος για τα μεγάλα τα ιδανικά περνώντας τις δοκιμασίες που έταξες στον εαυτό σου πάντα λυγισμένος ζητώντας κατανόηση συγγνώμη άδικα κι αυτό αφού η δοκιμασία ήτανε δική σου επινόηση μπορούσε να μην είχε καν υπάρξει ποτέ σου να μην είχες προσφερθεί να δώσεις το τεράστιο ποσό σε κείνη τη φτωχή δασκάλα να ξεχρεώσει το σπιτάκι της κι όταν σε κάλεσε να πάρετε καφέ να μην είχες δεχτεί μετά χαράς άσχετο τί ψιθύριζες συνέχεια στο δρόμο και τί δασκάλευες το αίμα σου και τη ψυχή σου άσχετο ότι ήθελες ν’ αντέξεις στη δοκιμασία ν’ απαρνηθείς τα χρήματα την ευωδιά της που σου ήταν γνώριμη από καιρό και που την είχες νοσταλγήσει απ’ τον καιρό του αντίσκηνου και που τη θεωρούσες παντοδύναμη και για το λόγο αυτό σίγουρο μέτρο στην αυτοκυριαρχία σου που το φοβόσουνα ότι δεν θα ’τανε τόση πολλή και που γι’ αυτό είχες επινοήσει ίσως τη δοκιμασία που ίσως εκείνο που ζητούσες και που έλπιζες στο βάθος ήτανε να βρεθεί ο πιο σιγουρεμένος τρόπος για να κατακτήσεις την εμπιστοσύνη της δασκάλας που δεν είχε μάτια χρυσά καμία μνήμη και καμία υποχρέωση να παραμείνει απλησίαστη και που γι’ αυτό είχε αποτύχει η εκ των προτέρων αποτυχημένη σου δοκιμασία πράγμα που θα το καταλάβαινε και μία πέτρα χωρίς βασιλικές επιθυμίες και φιλοδοξίες να άρχει δίχως καμία γνώση μαθηματικών δίχως καμία απολύτως γνώση αν και κανείς δε ξέρει το πού έγκειται η αδυναμία δεν είναι εξακριβωμένο αν μία δασκάλα λέγοντας εγώ το ξέρω θα πεθάνω νέα κι αφήνοντας το χέρι της να κρέμεται σα μαραμένο από το μπράτσο της πολυθρόνας φορώντας μια σπιτίσια ρόμπα και που δε θ’ άφηνε άλλος κανείς να την ιδεί με τέτοια ιδιαίτερη περιβολή δεν είναι εξακριβωμένο αν δεν θα έφτανε να είναι ένας δούρειος ίππος γιατί στην πονηριά μόνο την πονηριά μπορείς να αντιτάξεις μόνο έτσι θα περάσει η δοκιμασία διά πυρός και διά σιδήρου και θα φανεί ποιός έχει πιο πολλήν αξία

μα και τότε πάλι κερδισμένος θα ’ναι ο πιο νέος γιατί δεν τρέχει λόγος να πεθάνει κάποιος απ’ τα νιάτα του εκτός κι αν έχει πια σπαταληθεί στο έπακρο και δεν του έχει μείνει τίποτε να περιμένει αν γέρασε όχι εκείνος μα η ελπίδα του άσχετο ποιά η ελπίδα του η μία ή ότι θα προτιμηθεί στην κατ’ επιλογή προαγωγή ή ότι μπαίνοντας απρόσκλητος σε κάποια συντροφιά θα τον προσέξουν σύντομα πόσο καλογραμμένα βυσσινιά είναι τα χείλη του πόσο η θλίψη του είναι γοητευτική και πως αν είχε πιο καλή φωνή θα μπόραγε μαγευτικά να τραγουδήσει πως έχει έναν εντελώς δικό του τρόπο να σου λέει εγώ ατύχησα μα δε μου λείπει θάρρος να ξαναδοκιμάσω γιατί αν είναι να πεθάνει ο Ορέστης γιατί να μην πεθάνουμε εγώ ο Αίγισθος η Κλυταιμνήστρα τί έχουμε να περιμένουμε δέντρα βαθιά ριζωμένα γυμνά κλαδιά όμορφα να τα βλέπεις μα να μην είσαι κλαδιά χωρίς φυλλώματα χωρίς καθόλου μάτια κόμπους και χυμό και δάκρυ αδάκρυτοι ρηγάδες και βασίλισσες βαλέδες πετρωμένοι άφοβοι απ’ τη βροχή την παγωνιά τη μοναξιά ο ένας απλησίαστος από τον άλλον ανεπηρέαστος γυμνός και άτρομος και ασυγκίνητος μπορεί αιώνιος μη έχοντας ανάγκη του κρασιού αχράντων μυστηρίων και υδροκυάνιου ζώντας ή υπάρχοντας σε πλήρη άγνοια και αδιαφορία τυφλός και αόρατος κουφός αμίλητος λιθάρι αειθαλές κόσμος που πέθανε πριν γεννηθεί φυτό της θάλασσας κοράλλι

γιατί αν τύχει και πεθάνει ή σκοτωθεί το ταίρι σου κι έρθουν τρεχάτοι να στο πουν αν έρθουνε τρεχάτοι αγγελιοφόροι κομίζοντας το σήμα του κινδύνου σκοτώθηκε η αγάπη σας μαράζωσε την έπνιξε η θάλασσα αν έρθουν και στο πουν αν έρθουν ξαφνικά και σε τρυπήσουν με βελόνια τα στήθια και τα τύμπανα και το λαιμό αν έρθουν νύχτα που έχουν σταματήσει οι συγκοινωνίες και που το τελευταίο τρένο για το οπουδήποτε βρίσκεται κιόλα πίσω από τα βουνά που κοιμηθήκαν οι βαρκάρηδες κι οι σωφεραίοι και που κοιμούνται ακόμα και τ’ αλόγατα κι οι αμαξάδες τότε τότε δε μένει άλλο πια παρά να τρέξεις κάτω εκεί στη γειτονιά της χαμένος μέσα στους περίεργους με το καπέλο ώς τα μάτια σου κατεβασμένο αμίλητος χωρίς ταυτότητα και περιέργεια και απορίες χωρίς καν θάρρος να προχωρήσεις και να δεις το νεκρό σώμα να το αγκαλιάσεις φοβισμένος πως μπορεί να σε κοιτάξει και να σε αγκαλιάσει η νεκρά να σε φιλήσει δεν έχω χάσει τίποτε να σου πει γιατί ό,τι έχασα ήταν χαμένο από καιρό σού το ’χα χαρίσει αδάκρυτε και πετρωμένε βασιλιά η δούλη σου η Θεανώ και το δουλάκι σου το αβάπτιστο άγαλμα με ορθάνοιχτα τα μάτια τυφλό και στη βροχή και σ’ όλα έντρομος τότε στην ιδέα πως ήρθε η σειρά σου για να θυμηθείς τους όρκους και τα λόγια που σπατάλησες στις ώρες της αγάπης σου τρελός όπου παρακαλούσες να πάτε σ’ ένα έρημο νησί και να σωθείτε απ’ την ερημιά όπου σας έδερνε ευτυχισμένος αν θα γίνει ν’ αρρωστήσεις κείνη την ίδια τη στιγμή βαριά να πουν εξιλεώθηκε πονάει ή αν ξεσπάσει καταιγίδα και σεισμός και χάσει ο κόσμος όλα του τα λογικά και θρηνηθούνε θύματα πολλά και ξεχαστεί και το παιδί της θάλασσας και ο πατέρας του και κείνη που ούτε καν το γέννησε αλλιώς ζητάς την άλλη το πρωί μετάθεση και προφασίζεσαι μια κρίση συνειδήσεως φαντάζονται ότι εκεί που πας θα περπατάς ολόρθος προς τις σφαίρες αναζητώντας τη δική σου βρίσκοντας τέλος μια Κασσάνδρα την ελπίδα να σωθείς να πεις μπορώ ακόμα να χαρίσω την αγάπη μπορώ ακόμα να χαρίσω όνειρα χρειάζομαι ούτε ανήκω πια στον εαυτό μου Θεέ μου τί αποστολή οδηγητής στον έρωτα πατέρας των τεσσάρων τέκνων που δεν τ’ αγκάλιασε ποτέ του δεν ξέρουνε καλά καλά τί χρώμα έχουν τα μάτια του μήτε και κείνος τί λογής είν’ η φωνή τους

μα δε σου μένει τίποτε να κάνεις αν έρθουν και σου πουν πως χάθηκε η ίδια σου η κόρη πως πήρε για παντοτινά μαζί στη σιωπή της τα στοχαστικά της μάτια και δε σου μένει τίποτε να κάνεις κι ας είναι πια καταμεσήμερο κι όλος ο κόσμος πρόθυμος ελεεινά να σε οδηγήσει αν το μπορείς το άλογό σου να σελώσεις και να χυθείς στον κάμπο και από κει στο δάσος στα υψώματα μα πάλι δε σου μένει τίποτε γιατί επείσθηκες ότι ξένος ανάμεσα σε ξένους δεν πρόκειται να συγκινήσεις να συγκινηθείς ότι πατέρας δεν είναι κείνος που σέρνει την άτιμη απ’ τα μαλλιά γιατί ποιός είναι άτιμος και ποιός δεν είναι το έχει διδαχθεί πικρά και μάταια σπιρουνιάζεις τα πλευρά του αλόγου μάταια το ιδροκοπάς και το λαφάζεις αφού η Ιφιγένεια πήρε τον άλλο δρόμο αντίθετα από κει που δείχνουνε τα δάχτυλα του κόσμου που χάνεται η φωνή της μια για πάντα μα συνεχίζεις να τρυπάς του αλόγου τα πλευρά ή μάταια ή γιατί καίγεσαι και θες να φύγεις να χαθείς κι ύστερα να γυρίσεις τάχα τσακισμένος έξαλλος κακός έχοντας για απόδειξη ότι φυλάγεις την τιμή σου τον ιδρώτα του αλόγου σου το αφρισμένο στόμα του το ματωμένο χαλινάρι για να δαμάσεις πια την Κλυταιμνήστρα που μόνο ένας Θεός μπορεί να ξέρει τί ονειρεύονταν όταν φιλοξενούσε το ληστή τον πρίγκιπα και τη μητέρα του τί ήθελε και πώς τα είχε σχεδιάσει και τώρα λύσσαζε είχε κλειδώσει την Ηλέκτρα τον Ορέστη στη σοφίτα τους έταξε μιας εβδομάδας τιμωρία κι όταν επέρασε η εβδομάδα και χτύπησε δειλά μια μέρα η πόρτα του γραφείου μου και μπήκε η Ηλέκτρα με κρυμμένο το τετράδιο δεν ήτανε ασκήσεις της προπαίδειας ή σχέδια γεωμετρίας μα το κρυφό ημερολόγιο της Ιφιγένειας που είχε δει πολλά και καταλάβαινε πολλά απ’ όσα έγραφε και διάβαζα και δε γινότανε παρά να πεταχτώ αφηνιασμένος και να προστάξω νά ’ρθει αμέσως συμβολαιογράφος και δυο μάρτυρες να γράψω επίσημα την αποκλήρωση ότι από δω και μπρος δεν αναγνώριζα καμία Ιφιγένεια Ιατρίδου να ’χει το αίμα μου και τ’ όνομά μου και έγινε και τότε πια ησύχασα πως δε μου έμενε να κάνω τίποτε άλλο γιατί να ’σαι πατέρας είναι πράγμα άχαρο και τελειωμένο όλα τελειώνουν με τη γέννηση δε μοιάζει με τον εραστή δεν έχει οδύνες και ελπίδες ότι κι αν χάσεις το ’χεις από την αρχή χαμένο δε μοιάζει με τον εραστή δεν έχει τίποτε απ’ τον εγωισμό το πάθος και την πίκρα ανήκεις σ’ ένα δάσος πετρωμένων ένα μικρό λιθάρι δίπλα στο μεγάλο σε κάποιο κόσμο πέτρινο ομοιόμορφο και παγωμένο άλλη σου λένε είναι η αγάπη του γονιού άλλη ευτυχώς που έρχεται μια ώρα μακάρι όσο το δυνατό πιο γρήγορα που βρίσκεται ο γονιός απατημένος από τον άλλο τον αγαπημένο και ευτυχώς που υπάρχει και που έρχεται ο εραστής ευτυχώς που είναι κάποιος άλλος ευτυχώς ευτυχώς

γιατί σπατάλησα ό,τι είχα και δεν είχα ενδίδοντας στον πειρασμό αδυνατώντας να πειστώ πως μια κοινή γυναίκα κι ένας άντρας δεν είναι το ίδιο πράγμα πιστεύοντας πως όπου φωνάζει αίμα δε γίνεται να μην υπάρχει φονικό θα τρέξουνε τα δάκρυα και θα σταθείς στην ακροποταμιά χωρίς να σκέφτεσαι τί είναι πίσω από τη ράχη σου μα μόνο δίπλα από τους ώμους σου απ’ το πλευρό σου εγωιστής και άπονος κλέφτης και ψεύτης μέχρι που να σε αναγκάσουν να υποταγείς και να παρακαλείς να δώσεις υποσχέσεις που ούτε θα αναγνωρίζεις όταν θα ’χεις ξεχάσει ακόμη και την ακροποταμιά όταν δε θα ’χεις στη ζωή σου όλ’ αυτά τα δέντρα μα κάποια άλλη γωνιά μπορεί γυμνή και άβολη μπορεί σπαρμένη ηλιοτρόπια ή και γεμάτη τενεκέδες με βασιλικούς μια αχυρώνα έναν τόπο οποιονδήποτε για έναν άντρα κοινό που δε μπορεί πια να διαλέγει που έχει πια στερέψει του η δύναμη να εκμισθώνει όνειρα να υπόσχεται ταξίδια και φυγές μα που ενδίδει πάντοτε στον πειρασμό που διαρκώς αναβάλλει την ώρα του υδροκυάνιου χωρίς να παίρνει καν το θάρρος ν’ αδειάσει το φιαλίδιο στο στόμα ή στο χώμα αδύναμος κι απελπισμένος προσμένοντας την τιμωρία απ’ τη μοίρα την ανώτερη τη δύναμη αδύναμος πάντα ελπίζοντας απελπισμένος άνδρας κοινός και βολεμένος να ενδίδει ο βασιλιάς χωρίς υπηκόους διατάζοντας μονάχα το σκυλί του δένοντας το σκυλί στης πολυθρόνας του το πόδι να κλαίει και να νοσταλγεί το πετρωμένο δάσος να κλαίνε σκύλος και αφέντης να προσμένουν να προσμένουν την ανώτερη τη δύναμη ο σκύλος τον αφέντη ο αφέντης το χέρι του που θα χωθεί στη τσέπη του γιλέκου και θ’ ανασύρει το ρολόι και θα το κουρντίσει και θα το ακουμπήσει με φροντίδα στο τραπέζι που θα ξαναχωθεί στο άλλο στο σωστό τσεπάκι του γιλέκου και θ’ ανασύρει το φιαλίδιο θα το συντρίψει με τα δάχτυλα κι ύστερα ψάχνοντας το στόμα θα τρυπώσει μες στα χείλη του θ’ αλείψει πικραμύγδαλο στη γλώσσα μόνο τόσο θ’ αφήσει ύστερα το σάλιο του ν’ αποτελειώσει και την πράξη του και τον αφέντη που θ’ αποκοιμηθεί με το σκυλί δεμένο πάντοτε στην πολυθρόνα προσμένοντας την ανώτερη τη δύναμη που θα ’χει πλέον λείψει που δε θα είναι πια ανώτερη δε θα ’ναι τίποτα δε θα ’ναι θα ήταν


[...]


ΟΡΕΣΤΗΣ 1935

Λοιπόν, σε τούτο δω το σπίτι το ’χουνε φαίνεται για σύστημα να σε περνούνε για τρελό. Ακόμη κι η ευγενική Μαρία έχει στιγμές που δείχνει κάποια στάση ακατανόητη, σχεδόν προσβλητική, την άλλη τη φορά θα της θυμίσω τα δικαιώματά μου, θα παραπονεθώ με ποιό δικαίωμα τα λέτε όλ’ αυτά; (είμαι η αδελφή σου η Μαρία, δε με αγαπάς;) δεν είχαμε ποτέ καμιά Μαρία αδελφή. Τις λέγαν Ιφιγένεια, Φιφή, και Ηλέκτρα τις δικές μου· μα για ποιόν με παίρνετε; Τα ’χω ακόμη τα μυαλά μου, κι αν θέλετε να σας το αποδείξω με λεν Ορέστη Ιατρίδη, γεννήθηκα στο χίλια εννιακόσια εννέα, στις πέντε εντεκάτου. Τον κύρη μου τον έλεγαν συνταγματάρχη Αγαμέμνονα Ιατρίδη, σκοτώθηκε, τον σκότωσαν στο εικοστέσσερα. Τη μάνα μου τη λέγαν Κλυταιμνήστρα, τη σκότωσα εγώ τον περασμένο χρόνο, την τιμώρησα, τα πήρα όλα πάνω μου, να τελειώνουμε την τραγωδία, να ζήσουν εν ειρήνη οι νεκροί κι οι ζωντανοί κι οι ζωντανοί-νεκροί που είναι ένας και απέναντί σας, υποτιθέμενος τρελός, ο δήθεν αδελφός σας, ο Ορέστης Ιατρίδης, γεννηθείς στα χίλια-εννιακόσια-εννέα, στις έντεκα νομίζω πέμπτου. Ποιές άλλες αποδείξεις θέλετε; Ρωτήστε το γιατρό, δεν είναι δυνατό να με νομίζετε για άλλον, δεν το επιτρέπω. Είχατε αδελφό ποτέ; τί έγινε; αναζητήστε τον μέσω του Ερυθρού Σταυρού, τρέξτε παρακαλέστε, όχι εμένα. Εγώ δεν είμαι, δε σας επιτρέπω να με λέτε αδελφό, μη μου μιλάτε, μη μου λέτε διαρκώς μη κοιμηθείτε κάτω απ’ τη συκιά είναι βαριά η σκιά της μπορεί να προσπαθήστε ν’ ανεβείτε και να τσακιστείτε. Και προτιμώ τη συντροφιά του κύριου Φιλοκτήτη, τη συζήτηση. Είναι ένας άντρας απονήρευτος και συμπαθητικός, έπεσε θύμα περιστάσεων κι απατεώνων, μπορούσε να ’χει αρνηθεί να μη παράδινε τον οπλισμό του, πώς ταπεινώνουν έτσι τους ανθρώπους; αυτός εδώ ο άνθρωπος ανάλωσε μία ζωή για την πατρίδα, δεν ελογάριασε περιουσία οικογένεια παιδιά και κόρες παντρειάς, καθόταν και διαπληκτίζονταν με κάποιον άξεστο λοχία Κοντορρώση, δεν είναι δυνατό να πάρετε το πολυβόλο έλεγε, μα κείνος χάθηκε στη νύχτα, τους άφησε γυμνούς μες στη φωτιά, δε βρέθηκε στρατοδικείο άσυλο ή φυλακή να τον περιμαζέψει, να του αφαιρέσει τα γαλόνια και το πολυβόλο, να το επιστρέψει στον πατέρα μου, να μη περιπλανιέται τσακισμένος και ηττοπαθής, να μη γυρίσει καν και να γλιτώσουμε και μεις και κείνος, η Κασσάνδρα κι η οικογενειακή τιμή και η Ηλέκτρα, να μη χρειάζεται ο Πυλάδης εραστής και σύζυγος. Την ίδια γνώμη έχει και ο κύριος Φιλοκτήτης. Πολέμησε και ξέρει. Σε ποιό δωμάτιο σας έχουν; μ’ ερωτά. Μένω επάνω, παραπλεύρως του φεγγίτη. Χρειάζεται σκοινί, λέει και με κοιτά συλλογισμένος. Εσείς πού μένετε; Δεν έχει σημασία, απαντά, και το σκοινί χρειάζεται οπωσδήποτε. Υπολογίσατε ποτέ το ύψος; Του τοίχου εννοώ. Κάποτε βγαίνουν από τον περιστερώνα τα πουλιά, μένουν στον άνω όροφο της ξύλινής τους κατοικίας, στην κορυφή του στύλου που περνάει το μαντρότοιχο, πετούν και κατεβαίνουν άφοβα μέχρι τα πόδια μας

τη χαίρομαι τη συντροφιά σας. Μιλά η αδελφή Μαρία, με παίρνει απ’ το χέρι, με οδηγεί στη ρίζα μιας μουριάς που δε μπορώ να δω παρά τα πρώτα χαμηλά κλαδιά της κι ύστερα έναν κόσμο φυλλωσιάς· υπολογίσατε ποτέ το ύψος; αναρωτιέται ο κύριος Φιλοκτήτης· ελάτε να καθίσουμε εδώ, πού να βρεθεί ένας άνθρωπος με τη δική σας την ευαισθησία; όμως χωρίς ευαισθησία είναι αδιανόητη η ζωή, ακατανόητη, πώς ζείτε αγνοώντας τα εγκόσμια; διόλου, απαντώ, αποζητώ λίγη σκιά δικιά μου, μία πνευματική ιδιοκτησία για τις σκέψεις μου, αδιαφορώ μόνο γι’ αυτούς που δίκαζαν. Γιατί όταν αποφάσισαν να αποκεφαλιστεί η Μαρία η καθολική, δε ξέχασαν να αναφέρουνε πως είχε ενθαρρύνει παλαιότερα το Μπόθγουελ στο φόνο του αντρός της, να μείνουν μόνοι με τα ρόδα, πνιγμένοι στην υποκρισία του τυχαίου πρώτου Λέστερ. Άλλο αν όταν ήρθε η σειρά της να μιλήσει «τα ξέραμε όλα» ξέσπασε στο δικαστήριο: ο Αγαμέμνων ήταν προ καιρού νεκρός, φύλαγε πάνω του υδροκυάνιο, θ’ αυτοκτονούσε — πότε; — κείνο το βράδυ — πώς είστε τόσο βέβαιη; — μπορείτε να το βρείτε στο βιβλίο του, απ’ τη σελίδα εβδομήνταοχτώ και πέρα. Κι η Κλυταιμνήστρα άρχισε να κλαίει, έτσι όπως μιλούσε ολόστητη, μαυροντυμένη, παλιό ξύλινο άγαλμα που τρέχει ανεμπόδιστη η βροχή στα μάγουλά του. Κι οι δικαστές βγάλανε τα βιβλία από τις τσέπες τους, αναζητήσαν τη σελίδα: πώς ξέρετε την ύπαρξη του κειμένου — μ’ αφού είχε γραφεί για μένα — για σας; μα δεν υπάρχει πουθενά ο παραλήπτης — άσχετο, επέμενε η μητέρα, το είχαμε διαβάσει κείνη την ημέρα, είμαστε ενήμεροι — ποιά μέρα; ποιοί ενήμεροι; — εγώ κι ο Αίγισθος — μα τότε; — τον μισούσε, ήθελε να εκδικηθεί για το χαμό της αδελφής του. Κι ο Αίγισθος σηκώθηκε χλωμός, κινούσε ανεξήγητα τα χέρια του, μα ήταν ερημιά, δεν είχε ποιός να τον ακούσει και κατέρρευσε

τρέχοντας νύχτα μέρα σε ρουμάνια ακαλλιέργητα, άγονα χώματα και πετρωμένα που μοιάζουν αποτεφρωμένα, κυνηγώντας πουλιά με το λάστιχο, με παντελόνια κεντημένα με άνθη λιλά των αγκαθιών, αποφεύγοντας τον καπνό τον αναθρώσκοντα, κάθε υποψία φωτιάς, μπορούσα να ’μαι ήσυχος ότι δε θα βρισκόμουνα ποτέ σε αίθουσα δικαστηρίου, περίεργος, πνιγμένος στον ιδρώτα και αγνώριστος, μέσ’ έναν κόσμο από εκατό άγνωστες πλάτες κι εκατόνενενήνταεννέα αυτιά, άλαλος, δακρυσμένος δίπλα απ’ τον άνθρωπο με το κομμένο αυτί, τις πιο πολλές φορές κουφός, αφηρημένος, ξαπλωμένος στο μιντέρι της Κασσάνδρας, πνιγμένος σε φωνές που δε ξεκαθαρίζαν τί ζητούσαν, άναρθρες, λυσσαγμένες και συγκεντρωμένες σε μια ακαθόριστη απειλή· κείνη τη νύχτα σώθηκε απ’ την Κασσάνδρα κι ύστερα τα ανάλαβε όλα η Ηλέκτρα και τα βόλεψε, είπανε το καημένο το παιδί, τί φταίει· το ίδιο θα ’λεγαν κι οι δικαστές ή η μητέρα, αν με ανακάλυπταν στο πλήθος. Με συγχωρείτε για την αδιακρισία μου, πού χάσατε το αυτί σας; Στη Μικρασία, το ’κοψε ένας Τούρκος με τη σπάθα του, και πάνω κει με κοίταξε παράξενα και μου ’πε μάχαιραν έδωσες μάχαιραν θα λάβεις· μα έφυγα την ίδια μέρα παίρνοντας πεζή το δρόμο, περνώντας γειτονιές που δε θα μάθαινα ποτέ το όνομά τους, ανώνυμα σοκάκια, κι ύστερα ανεβαίνοντας γυμνούς λόφους, σταματώντας μπρος σε βρύσες μόνο και σε λίμνες, στις μεγάλες λίμνες με τις νεροφίδες, φωνάζοντας μητέρα και πατέρα, δροσίζοντας το μέτωπο τα μάτια και πάλι ξεκινώντας, παρακάμπτοντας χωριά χτήματα και καλύβες, όχι απ’ το φόβο των σκυλιών, μα πιο πολύ γιατί απόκοσμος και άγνωστος μπορούσα να ’μαι ήσυχος, φθάνοντας άγνωστος στη ρίζα του βουνού, άγνωστος μεταξύ αγνώστων θάμνων, όπου αν υπήρχε ένα σκοινί με μια μονάχα άκρη του λυτή, μπορούσε και να πειραματισθεί κανείς, να στερεώσει τη θηλιά στην προεξοχή του βράχου και ν’ αναρριχηθεί μετέωρος επάνω από τη θάλασσα των ερπετών· τη νύχτα είναι προτιμότερο να μένεις στο κρεβάτι σου γιατί βαδίζοντας στις ράχες των λεπιδωτών είναι επικίνδυνο να αποπειραθείς να φύγεις, τη μέρα φαίνεται πιο εύκολο, δε βρίσκεις ούτε ένα φίδι, μια υποψία από ενέδρα, βγαίνεις ελεύθερα στην άκρη της αυλής, βρίσκεις ελευθερία σκέψεως βουλήσεως και λόγου

ο κύριος Φιλοκτήτης είναι απολύτως σύμφωνος, μόνο που δε συνάντησε ποτέ του φίδια μες στο σπίτι, μπορεί να κρύβονται στα χόρτα λέει, μα το ύφος του προδίνει έκπληξη, σα ν’ άκουσε από μένα κάτι που δεν το περίμενε και κει επάνω τον ρωτώ σαν τί μπορεί ν’ ακούει ένας άνθρωπος που του έχουν κόψει το αυτί, σαν τί μπορεί ν’ ακούει από κείνη τη μεριά, δε μου έτυχε απαντά δε ξέρω, κι εγώ: θα πρέπει κάτι να μπορεί ν’ ακούει, ίσως βουή ή ψιθύρους, μα κάτι τελοσπάντων και υποθέτω μάλιστα πως όλα θα μπορούν να διορθωθούν αν ανοιχτεί μια τρύπα και ακουμπήσεις το κοχύλι, μπορεί και να διορθωθεί αμέσως το κακό, να ακουστεί ξεκάθαρη η φωνή της θάλασσας· μα ίσως και να είναι όλα ψέματα, εγώ που έχω και τα δυο αυτιά μου δεν άκουγα ποτέ μου τίποτα όταν μου μάθαινε η Θεανώ τον τρόπο, είσαι μικρός, δε ξέρεις, μου έλεγε, όμως στεναχωριόταν και φαινόταν λυπημένη λες κι ήταν απαραίτητο να αφουγκράζεται συνέχεια κανείς το βουητό της θάλασσας. Πέφτοντας ο Πυλάδης μπρούμυτα στη γη και ακουμπώντας το αυτί στο χώμα, μπορούσε να μου πει πως έρχονται και «τρέχα όσο πιο γρήγορα μπορείς», μόνο θα προτιμούσα να ’μαστε στο δάσος και να πηδούμε από κλαδί σε κλαδί σα γάτες ή σαν πίθηκοι, γιατί μπορεί να ’χαν και κείνοι κάποιον που να πέφτει μπρούμυτα και ν’ ακροάται τις δικές μου τις πατούσες, θα προτιμούσα να κρεμαστούμε απ’ το σκοινί, όπως περνούν οι ιχνηλάτες τα βαθιά ποτάμια χωρίς να βρέχουνε τις φτέρνες τους· κι είναι απολύτως σύμφωνος και ο πεπειραμένος Φιλοκτήτης (το σκοινί μάς είναι απαραίτητο) τα ίδια κάναμε και μεις όταν μας καταδίωκαν οι τσέτες, τις νύχτες εκοιμόμασταν σαν τα πουλιά πάνω στα δέντρα, μας τα μαθαίνουν όλα στον προσκοπισμό προσθέτω, ναι απαντά εκείνος, κι ένα σωρό χρήσιμους κόμπους, μα εγώ δεν έμαθα ποτέ μου τίποτα, δεν ήμουνα ποτέ μου πρόσκοπος λυκόπουλο τριεψιλίτης, καλύτερα να είσαι μόνος, να έχεις την ελευθερία σκέψεως, βουλήσεως και λόγου, μα ο Πυλάδης προτιμούσε να ’ναι σκλαβωμένος, με κράτησε έξω απ’ την πόρτα τη στερνή στιγμή, αν προχωρήσεις από δω και πέρα δε σου μένει άλλη ευκαιρία, αν προχωρήσεις έστω κι ένα βήμα, θα προχωρείς στο θάνατο αυτών ή τον δικό σου. Και κείνη πια την ώρα ούτε ήξερα τί ήθελε τί εννοούσε, να μη πεθάνω, μη με χάσει ή πως δε θα ’μουν πια ελεύθερος να το σκεφτώ ή όχι. Μα όλ’ αυτά μάς ήταν από την αρχή γνωστά και στον Πυλάδη και σε μένα, ζούσε στα μέρη τους μια χαρτορίχτρα παναρχαία που διάβαζε τα μέλλοντα του κόσμου και έβγαζε χρησμούς που σε τρελαίναν: να μη μου κρύβεται εμένα, δεν ησυχάζει το μυαλό σου και το αίμα σου, το αίμα σου μωρέ· δε πρέπει να ’βλεπε, τα μάτια της κρυβόταν από τα κοκκινισμένα τσίνουρα, κάθε λεφτό αναστέναζε, πρέπει να έσερνε σωρό τις αμαρτίες, μα πόσων χρόνων; κανείς δε ξέρει, μίλησε ο Πυλάδης, γεννήθηκε μαζί με το χωριό, την ώρα που έχτιζαν το πρώτο του καλύβι, δε διαβαζόταν τα χαρτιά της, ρηγάδες και βαλέδες είχαν γίνει ένα πράμα, σβηστήκανε οι κόρες τα σπαθιά

το σχέδιο ήταν περίφημο, συμφώνησε ο κύριος Φιλοκτήτης, όμως για το σπαθί με βρίσκετε αντίθετο. Εγώ θα προτιμούσα το σκοινί γιατί το ξίφος πρέπει πρώτα πρώτα να ’ναι δοξασμένο. Δεν είμαι άτομο με παλαιές ιδέες, μα το να σέρνετε μαζί σας ένα ξίφος που δεν ήτανε δικό σας και που δεν θα μπορούσατε να δικαιολογήσετε την κατοχή του είναι και επικίνδυνο μα και γελοίο. Ακόμη και τη ζώνη σας ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήστε. Κι ήταν αυτά τα τελευταία λόγια που ανταλλάξαμε, σα να είχε μάθει πια αυτό που ήθελε γιατί απ’ τη στιγμή εκείνη κι ύστερα έπεσε σε περίεργη σιωπή, τραβήχτηκε στην άκρη της αυλής, ζητώντας μοναξιά πίσω από τον κορμό της ακακίας. Το άλλο το πρωί τον πήρανε με το φορείο, βογκούσε ασταμάτητα, όμως σχεδόν αθόρυβα, σα ν’ αγωνίζοταν μη χάσει την πνοή του. Τί είδους άνθρωπος ήταν; με ρώτησε η Μαρία. Και σήκωσα τους ώμους μου, περίεργος της είπα, και τότε λέει εκείνη: προσπάθησε να κρεμαστεί με το λουρί του μα έσπασε και πέφτοντας ετσάκισε τα πόδια του, μπορούσε πια να σέρνεται μονάχα, να περπατεί γονατιστός βαδίζοντας και με τα χέρια του, σα το σκυλί ή την κατσίκα· κι ακράτητη του φώναξε τα πόδια μου να μου φιλήσεις Αίγισθε δεν τη γλιτώνεις, μα κείνος υπερασπίσθηκε όσο ήταν δυνατό τον εαυτό του, επικαλέσθηκε τον πρότερο έντιμο βίο, τα παθήματα, και απαρνήθηκε το κτήμα, λύσε τα πόδια μου της φώναζε, τότε τον έφτυσε μέσα στα μάτια η Ηλέκτρα, απ’ το λαιμό θε να σε δέσω τράγο θα σε σέρνω όπου μου αρέσει, κι εκείνος έσκυβε ταπεινωμένος τυφλωμένος την ψαρή του κεφαλή, πού ’ναι τα μεγαλεία σου σκουλήκι ωρυόταν η Ηλέκτρα, αγνώριστη στα μαύρα και στη γκρίζα επιδερμίδα, κάτω από τα σκέλια τώρα την ουρά σου, και κείνος σύρθηκε για τελευταία του φορά γιατί δεν άντεχα να βλέπω έν’ άλογο να ’χει σπασμένα πόδια. Και σήκωσα όσο μπορούσα πιο ψηλά το ξίφος, κρατώντας τη λαβή με τα δυο χέρια και μη ακούοντας μη βλέποντας πια τίποτα, έτρεξα αλαφιασμένος στην κάμαρα της μάνας μου· ήτανε όλα έτοιμα, ξεκλείδωτη η πόρτα, το φύλλο της ντουλάπας της μισόγειρτο και η σκιά και ο κρυψώνας όλα τους μελετημένα, τα βήματα της Κλυταιμνήστρας υπολογισμένα στα σκαλιά και το καντήλι αναμμένο, χαλασμένα τα ηλεκτρικά και μισοσκόταδο

κι έμεινα μόνος μου ενώπιος ενωπίω, έπεσα μπρούμυτα στο ξύλινο κρεβάτι, χτυπώντας το δεξί μου μάγουλο με δύναμη στην κόχη, βλαστημώντας, έχοντας ανάμεσα στα μάτια ένα τεράστιο καρφί ασάλευτο και σφηνωμένο στο σανίδι, χωρίς να θέλω πια να αναλογιστώ ή να σκεφτώ αφού το χρέος μου το είχα επιτελέσει, καμιά διάθεση να σώσω το κεφάλι μου, καμιά ελπίδα· και κει κάτω απ’ το μάτι του πανσέληνου σε ώρα ακαθόριστη εισέρχεται απρόσκλητος και δυσαρεστημένος ο Μερκούριος και ακουμπά στη λόγχη του, «δεν έπρεπε» μου λέει μ’ ένρινη φωνή «δεν ήταν δίκαιο», κι αρχίζει να προσεύχεται για χάρη μου, μα το μεγάλο θύμα είσαι συ, αναγνωρίζει, συνωμοτήσανε οι πάντες εναντίον σου. Κι ύστερα πιάνει και μου εξηγεί πως θα μεσολαβήσει για να πάρω τη συχώρεση, γιατί μπορούσα να ’χα αποφύγει και την καταδίκη αν δεν ερχόταν άνωθεν καθορισμένη, όπως ξεγλίστρησε η Ηλέκτρα, που δεν κατόρθωσε να βρει ένα λεφτό μέσα σε δέκα χρόνια να ρίξει το φαρμάκι στο πιοτό, στο φαγητό τους· και θα το είχε κάνει βέβαια αν ήταν από μιας αρχής καθορισμένο πως και η κόρη θα κληρονομεί, εξ ημισείας και αδιαιρέτου, το χρέος να μη σπαταλά το μίσος της μονάχα σε κατάρες και σπονδές για το νεκρό· μα όλοι τους μαζεύονται αφού έχει γίνει και δεν είναι δυνατό να σβήσει το κακό, αρέσουνε τα μοιρολόγια οι φωνές οι νουθεσίες, αφού είναι βέβαιο πως έχει γίνει το καθορισμένο άνωθεν κι ας είναι ένα πνεύμα παντοδύναμο σαν το Μερκούριο. Κι ούτε τολμά να πει δεν ήξερα γιατί θα πάει να πει πως δε με νοιάστηκε δε μ’ αγαπούσε· μα πότε φαίνονται οι καλοί φίλοι; πότε μαθαίνεται η καλή ανατροφή; εγκαίρως, τη στιγμή που στέκεσαι κρυμμένος πίσω από την πόρτα, πνιγμένος στη σκιά, με το σπαθί υγρό από το αίμα εκείνου, άβολα κρατημένο δίπλα από την κνήμη σα ραβδί, εγκαίρως, πριν να έρθει η μητέρα και αρχίσει να ξεντύνεται και ξαναδείς τα μπράτσα και τις πλάτες, που τα θυμάσαι από τότε που το λουτρό ήταν κοινό, η μητρική σάρκα οικεία στην αφή στην όραση, εγκαίρως, πριν να γελαστείς, κλείσεις τα μάτια σου και πεταχτείς μπροστά της, χορέψουν οι σκιές στον τοίχο, πριν γίνουν τρεις και νιώσεις ν’ αλαφρώνει η λεπίδα, να σηκώνεται, να σου τραβά τα χέρια προς το μισόγυμνο κορμί, μη ξέροντας αν είσαι εσύ που οδηγείς τη λόγχη, αν είναι ο Μερκούριος που σε προστάζει ή αν δε μένεις θεατής και όργανο σε πάλη γυναικών, ακούγοντας γαβγίσματα και κλάματα που να σου σκίζουν τα πλευρά, να πέφτεις ξέπνοος στις ματωμένες σάρκες που είναι ρούχα και μαλλιά και στήθος, παραδομένος πια στη μοίρα σου όπου την έχουνε απεργαστεί εκείνες, εγκαίρως

γιατί εκεί που κάθομαι κρυμμένος και αποφασισμένος πια να μη μιλήσω, αφού δε θα ’ναι άξιος κανείς να με ακούσει, στέκεται μπρος μου ένας νέος άντρας με κάτασπρα μαλλιά και γένια και «με θυμάσαι Ορέστη;» αναρωτιέται «σε πήρα κάποτε στη ράχη μου, σε πέρασα απ’ το ποτάμι» και πρέπει να ’τανε ο κύριος Χριστόφορος που χαιρετούσε με ευγένεια τη Θεανώ και «θα με συχωρέσετε;» παρακαλούσε. Κι όταν προσέχω πιο καλά, βλέπω τον άνθρωπο με το ένα αυτί που θα μπορούσε με μια τρύπα κι ένα κοχύλι να βρει την ψυχική του ηρεμία για τα κατορθώματα στη θάλασσα. «Με θυμάστε;» μα πώς όχι; πώς θα ήταν δυνατόν; «ήξερα τον πατέρα σας και τη μητέρα σας» και πάνω κει στη ρίζα από τη μύτη μου, κοντά στην κόχη του ματιού νιώθω να πεταρίζει ένα νεύρο και θέλω να σηκωθώ να πλησιάσω το παράθυρο, ν’ αγγίξω με το μέτωπο τη μύτη στο ψυχρό γιαλό, να παραμορφωθεί η όψη η ψυχή, να δω ένα δέντρο οτιδήποτε. Και πεταρίζει πάντοτε το νεύρο, είναι αστείο κι ενοχλητικό, «μα με θυμάστε;» βέβαια, ήταν ένα από τα εκατόνενενήνταεννέα αυτιά, μια γνωριμία αξέχαστη, ανάμνηση από τον Κήπο των Πριγκίπων, απ’ τον αποκριάτικο χορό, τότε που ο Πυλάδης δάρθηκε ανελέητα για το χατίρι μου κι ο κύριος που μου μιλά με γλίτωσε και μ’ έδιωξε από την πίσω πόρτα, σε έναν κόσμο από βαρέλια και σκουπίδια, όπου πατώντας κάποια γάτα σκοντάφτοντας μη κλαίγοντας παραμιλώντας, περπάτησα στα τέσσερα, άγνωστο πόσο, μέχρι που έπιασα τον ψίθυρο της θάλασσας, που πήγαινε κι ερχόταν, κι ύστερα λύγισα και σύρθηκα, μέχρι να πέσω, να χαϊδέψω με το μάγουλο βρεμένη άμμο, να ξαπλωθώ ανάσκελα, να ξελογιάσει τα μαλλιά το κύμα, να ανακουφιστώ φωνάζοντας Άννα Άννα αδελφή μου Άννα αδελφή πού κρύβεστε; ελησμονήσατε το πιο σπουδαίο, ομολογώ σας το ομολογώ, τα ομολογάω όλα, ήθελα να σκοτώσω κι άλλους, την Ηλέκτρα αν μπορούσα τον Ορέστη, ομολογώ ότι δεν είμαι αθώος, θα πλήγωνα και τον Πυλάδη ακόμη, τον Πυλάδη στην καρδιά, θανάσιμα, να πάρουν τέλος οι αγάπες η υποχρέωση, να ανακουφιστώ, ομολογώ τα πάντα, αφήστε με ήσυχο


Νίκος Μπακόλας. 1989. Ο κήπος των Πριγκίπων. Αθήνα: Παρατηρητής. [1η έκδ. 1966. Αθήνα: Γκόνης].