[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Θανάσης Κωσταβάρας
Η κάθοδος στον Άδη
οἳ πολλοὶ περὶ βόθρον ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος
θεσπεσίῃ ἰαχῇ· ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ λ 42–43
Δεν ήταν το μαύρο καράβι που ερχόταν από την άλλη όχθη να με περάσει απέναντι.
Ούτε η γνώμη του σκοτεινού μάντη που ζητούσα κατεβαίνοντας λίγο λίγο στον ύπνο.
Ψάχνοντας μέσα στο πλήθος που με κοιτούσε με μάτι αιμάτινο τρίζοντας
όπως οι νυχτερίδες.
Απάνω, ο κόσμος μέσα στην πάχνη, όπως τον είχαμε αφήσει στη μέρα που έφυγε.
Και τα σπίτια έτσι όπως τα ζήσαμε.
Κι οι δρόμοι που αγαπήσαμε, οι δρόμοι που είχαμε περπατήσει
για να φτάσουμε εκεί όπου δεν έχει νερό η πηγή, δεν έχει ο σύντροφος μνήμη
δεν έχει δροσερή φωνή ν’ αποκριθεί
τραγούδι ήμερο να τραγουδήσει.
(Τόσους πολλούς, στ’ αλήθεια δεν πίστευα
πως είχε ο θάνατος κερδίσει.)
Κι ούτε η λύπη θα μπορούσε μόνη της κάτι να πει
ούτε το κλάμα να λησμονήσει όλα όσα έγιναν
κι όλα όσα θα ’πρεπε να είχαν συμβεί.
Πριν να βουλιάξουν στην άγρια νύχτα την αγεφύρωτη.
Μόνο η τυφλή μάζα σαλεύοντας γύρω απ’ τη γούρνα.
Πίνοντας μαύρο αίμα.
Τόσοι και τόσοι, αμέτρητοι άνθρωποι.
Άνθρωποι με σοφία και γνώση
άνθρωποι που ήξερα πως δεν τους είχε δεχτεί ακόμα το χώμα
άνθρωποι που τους πίστεψαν πολλοί.
Θαυματοποιοί, ρήτορες, ποιητές, λεξιλάγνοι, πολέμαρχοι.
Κι ακόμα, αυτοί που τόλμησαν και μάτωσαν κάποτε.
Αυτοί που στην άκρη στο μάτι τους γυάλισε κάποιο δάκρυ.
Όλοι ένα ανήσυχο σμάρι βουίζοντας σαν τις μύγες
και σαν τα θυμωμένα φίδια σφυρίζοντας.
Κι ούτε φτερούγα πάνω τους
ούτε πέρα απ’ τα θολωμένα μάτια τους
μια τρυφερή στιγμή.
Πάρεξ τα χέρια της νιότης, κάπου χτίζοντας την αγάπη.
Κι ήταν αυτή η μόνη ελπίδα
μέσα σε τόση λύπη, σε τόση φρίκη και σε τόση απόγνωση.
Κι έτσι ανεβαίνοντας την κρυφή σκάλα της, έβγαινα λίγο λίγο απ’ τ’ όνειρο.
Τσακισμένος κι όμως ξαλαφρωμένος.
Κρατώντας μέσα μου τη μόνη πίστη
που μπορούσε από κει και πέρα να με στηρίζει.
Τη μόνη δυνατή κι αρυτίδωτη.
Γιατί τώρα ήξερα.
Ήξερα πως δεν έχει τέλος και δείλιασμα η αγάπη.
Κι ήξερα πως μόνον η αγάπη μπορεί
ν’ ανθίζει πέρα κι απ’ τη ματαιότητα.
Θανάσης Κωσταβάρας. 1990. Κήποι στον παράδεισο. Αθήνα: Καστανιώτης.