[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Ζωή Καρέλλη
Κασσάνδρα
Τ’ είν’ αυτά, τα μαύρα περιστέρια
που στα χέρια κρατάς, Κασσάνδρα;
Ποιά θυσία τοιμάζεις περίεργη, ανήκουστη;
Θα γίνουν κοράκια τα πένθιμα τούτα πουλιά
και θα σου ξεσχίσουν σε λίγο
τα σωθικά σου, τα βλέμματα.
Διώξ’ τα να φύγουν απ’ την αγκαλιά σου,
διώξ’ τα να φύγουν μακριά.
Τίποτα καλό, χαρούμενο δεν προμηνούν
στην ανήσυχη τόσο ψυχή μας.
Σπρώξ’ τα από πάνω σου, κόρη του βασιλιά,
να μη σκαλώνουν απάνω σου,
τ’ άγρια μαύρα πουλιά.
Ποιές Αιτίες είδες, Κασσάνδρα
και τόσο ανησυχείς και παθαίνεσαι;
Σα φάντασμα τριγυρνάς ανάμεσά μας,
μ’ άλλου κόσμου φαντάσματα συνοδειά.
Πόσο μας τρομάζεις, πόσο μας τρομάζεις…
Σα να πρόκειται εσύ πια να τα πεις όλα,
σαν να ξέρεις της ζωής τα μυστικά
και του θανάτου πραγματικά πράγματα.
Τί μας ενοχλείς με λόγους βαρείς,
τα πεπρωμένα και τέτοια και τέτοια.
Τίποτα δε θ’ αλλάξει ό,τι κι αν πεις εσύ.
Ακόμα κι εμείς ακούμε
τα μυστικά περπατήματα της μοίρας,
μη θαρρείς πως αισθήσεις δεν έχουμε
τέτοιες της ψυχής προαισθήσεις,
εμείς όμως θέλουμε να τα ξεχάσουμε όλα.
Κόρη με το χαμένο βλέμμα,
με τη βαθιά μελαγχολία στο πρόσωπο,
σε βαρεθήκαμε στους χρόνους, στους καιρούς
που επανέρχονται ίδιοι, γιατί
ποτέ οι άνθρωποι δεν είναι διαφορετικοί.
Ξυπνούν ένα πρωί,
νέοι, ωραίοι, όπως είναι ο αδερφός σου,
όπως είναι οι ξένοι Αχαιοί,
που ο απερίσκεπτος νέος πρόσβαλε,
ξυπνούν οι άνθρωποι κι αισθάνονται
όλη την ηδονή, της ζωής τη δύναμη,
λησμονούν της ζωής τη διδαχή.
Εσύ, τί τριγυρνάς τώρα ανάμεσό μας
και δε μας αφήνεις ήσυχους;
Μήπως της καλλονής η αίγλη
ξύπνησε μέσα σου άλλα αισθήματα
και συ δεν ξέρεις να τα χαρείς;
Βρίσκεις άλλης ζωής ομιλήματα
να πεις στους ανθρώπους,
τους μεθυσμένους από τη δύναμή τους.
Τί θέλεις να πεις, τί θέλεις;
Εμείς, εμείς, εμείς
αισθανόμαστε τούτη τη δύναμη
κι ούτε μπορούμε να διαλέξουμε άλλη.
Έχουμε βαρεθεί την οδύνη
και τις ύπουλες καλές πράξεις,
την υπομονή και τ’ άλλα των ανθρώπων
καμώματα, που δεν έχουν παραδεχτεί
την ακέριαν αξία τους.
Εμείς μπορούμε και να πούμε,
πως ο θάνατος είν’ άλλη ζωή, πιο ένδοξη.
Για να παρηγορηθούμε, τί δε σοφιζόμαστε.
Εσύ όλο τα ίδια λες,
καταστροφή, τιμωρία, καταστροφή.
Τ’ είν’ αυτά τα μαύρα κοράκια,
που στα χέρια κρατάς,
αντίς τα περιστέρια της Κύπριδας;
Θυσίες, θυσίες,
ώς πότε να θυσιαζόμαστε πρέπει;
Τί να φυλάξουμε;
Τουλάχιστο θα ζήσουμε τώρα εμείς.
Κι ο Πρίαμος δεν του είπε κανείς
τόσα παιδιά ν’ αποχτήσει,
για ν’ ακούονται οι φωνές της Εκάβης
στης γης τα πέρατα,
στης επιστροφής τα χρόνια.
Ας έρθουν οι φλόγες της καταστροφής.
Όλα μες στης ζωής τα βήματα είναι.
Μήπως εμείς διαλέγουμε τίποτα!
Κασσάνδρα, Κασσάνδρα,
είναι τα λόγια σου φρόνησης περιττής,
η θέλησή μας δε φτάνει.
Πάψε να διαλαλείς τη δυστυχία μας.
Έτσ’ ή αλλιώς θα πεθάνουμε.
Κανείς δε θα σ’ ακούσει.
Η μοναξιά σου είν’ αμετάκλητη.
Στον απρόσιτο ζεις χώρο, εκείνου
που στην έρημο μέσα μιλεί.
Άφησέ μας στη μοίρα μας.
Κανένας δε θα μάθει ποτέ,
τίνος είν’ η καλύτερη.
Απ’ όλα της μαντικής τα χαρίσματα
που μπορείς να ’χεις,
άκουσε,
εκείνο που χρειαζόμαστε τώρα,
άκουσε, είναι της ηδονής το χαμόγελο,
για να ξεχνούμε τις δίβουλες αρετές,
για να μη βλέπουμε φαντάσματα,
για να μη σκεφτόμαστε παράξενες διαφορές,
μεταλλαγές ίδιες, στροφές απαράλλαχτες
στην οδύνη, στην προσπάθεια, στην προσμονή,
στην αδάμαστη του χρόνου ροή.
Όχι τα μελαγχολικά, φοβερά σου μάτια,
που παν και βλέπουν,
ποιός ξέρει ποιά μέλλοντα,
μα τα έμορφα χείλη των γυναικών,
όπου ανάμεσα λάμπουν τ’ άσπρα τους δόντια,
σαν αμύγδαλα δροσερά.
Η ζωή μάς ανήκει,
το μέλλον ανήκει στους θεούς,
αυτούς θα ξεπεράσουμ’ εμείς;
Είν’ αμαρτία, να μη ζεις
πλήρη της ζωής την γλυκιάν αμαρτία.
Τί περιμένεις; Ποιά να φανερωθεί σημασία;
Δεν είδες, βασιλοπούλα εσύ, το πρωί,
σήμερα, τη συνοδεία των ωραίων,
έφηβων δούλων που κουβαλούσαν
στο πατρικό παλάτι την αφθονία;
Σε κάνιστρα πλατιά, χρυσοκίτρινα,
πάνω στα στρωμένα, πράσινα φύλλα,
τους πιο διαλεχτούς καρπούς του οπωρώνα,
με τις βαθύσκιες, σιωπηλές γωνιές.
Εκεί, της αυγής την πεντάμορφη ώρα,
καθώς αποσύρεται,
απ’ τον ήλιο κυνηγημένη
κι αφήνει στα δέντρα ανάμεσα τις ανάσες
ρόδινες και γαλάζιες των πέπλων της,
εκεί, οι ωραίοι νέοι, σιγανά
ψιθυρίζοντας τραγούδια ευχάριστα,
μάζεψαν τα δώρα των δέντρων,
στα γειρμένα πολύφυλλα κλώνια.
Έλαμπαν οι καρποί σαν υποσχέσεις
καλές και πρόσχαρες. Χαμογελούσαν
ευχαριστημένοι, στην πρωινή δροσιά,
οι χαριτωμένοι δούλοι.
Δεν είδες,
ύστερα, στις πήλινες, πλατύστομες στάμνες
το αφρώδες γάλα, άσπρο πυκνά
και κρυφά ρόδινο, σαν το σώμα
γυναίκας πολύ ωραίας,
να το φέρνουν μαζί με το βαθύχρυσο,
σιταρένιο ψωμί;
Τα χαριτωμένα,
στεφανωμένα μοσχάρια, γλυκόματα,
δεν είδες ήμερα να τα οδηγούν,
στη θυσία που ετοιμάζει ο Πρίαμος;
Όταν ωραία ξημερώνει της άνοιξης μέρα,
ας ακούσομε το γλυκόλαλο τραγούδι του βίου.
Θυμήσου, γυναίκα εσύ, που στου ναού το χρέος
κλείστηκες, θυμήσου, πως τα ουράνια
φωτίζονται απ’ τη δόξα του Απόλλωνα,
του πιο ωραίου θεού της ζωής.
Γιατί τον έρωτά του αρνήθηκες;
Μην αναστενάζεις, μη σκέφτεσαι,
μην αποστρέφεις το πρόσωπο
απ’ του Φοίβου το αστραφτερό βλέμμα.
Άκουσε τη χρυσόηχη φωνή,
δέξου το χάδι ερωτικό, απ’ τις αχτίδες,
όπως η γη που ξυπνάει και στολίζεται
την πάσα ζωντανήν ωραιότητα.
Κοίταξε της ερωτικής θεάς
τα κόκκινα ρόδα. Προσφέρονται άπληστα,
δείχνοντας την καρδιά τους
χρυσή κι ολοπόρφυρη, με δροσιά πλήρη.
Δες τον έξοχο των φύλλων σπασμό,
ανοίγουν στη δύναμη της ζωής
υπακούοντας, προσφορά και χαρά απαράμιλλη.
Η πράσινη κόμη της γης,
πολύτιμη αποστάζει αστραφτερή δροσιά,
αναδίνει ευωδιές.
Φτάνουν οι μυρωδιές των κλειστών δωματίων
του πάθους των ανθρώπων τυραννισμένα οράματα,
πνιγηρές πνοές επικίνδυνες.
Άφησε της Σίβυλλας τα θυμιάματα,
που τυραννούν την τυραννισμένη ψυχή σου.
Διώξε τις φωνές απ’ τ’ άγρια πουλιά
που προμηνούν τους πολέμους,
πεινώντας για τ’ ακίνητα σώματα.
Μην ακούς μονάχα της Περσεφόνης
τις τρομαγμένες κραυγές, μη σκέφτεσαι
το σκοτεινό μυστηριώδη του Πλούτωνα
έρωτα μυστικό κι ακατάβλητο.
Δε θ’ ανοίγει πάντα η γη,
κάτω απ’ τα τρεμάμενα πόδια μας.
Δε θ’ ακούμε υποχθόνιων δυνάμεων
απαίσιους κρότους, Κασσάνδρα,
διώξε τους αγγέλους του φόβου,
διώξε το φόβο τον τυραννικό εραστή
με τ’ ανεξιχνίαστο πρόσωπο.
Για τους ανθρώπους είν’ η ζωή,
όταν επιθυμούν να ζήσουν.
Μη διδάσκεις του θανάτου τη σημασία
στους νέους, στα παιδιά μας.
Είν’ η πάσα αμαρτία,
να μην πιστεύεις στη δόξα της ζωής.
Η Τροία θα καταστραφεί.
Θα πέσουν τα ένδοξα τείχη,
που φύλαγαν έναν κόσμο
βέβαιο για τη δική του ζωή.
Γιατί έρχονται οι δυνατοί Αχαιοί
να μας αφανίσουν;
Γιατί πάντα υπάρχουν εχθροί;
Θρηνώ εκείνους που σε πλήρη ωραιότητα
θα πεθάνουν. Δεν τελειώνουν
οι θάνατοι των παιδιών της Εκάβης.
Η ψυχή και το πνεύμα τους συνοδεία
γίνεται κοντά μου και μιλά
φοβερά και παράδοξα λόγια,
συμφοράς τά που βλέπω οράματα,
μηνύματα που ακούω φριχτά.
Δεν είναι μάθημα σκληρό, αυστηρό
των ανθρώπων το εφήμερο πέρασμα;
Εκείνους που πείνασαν και πεινούν
τη δύναμη της ζωής, την εμορφιά,
βλέπω, εκείνους που δε θα χορτάσουν,
καθώς της ζωής θα περάσουν το δρόμο,
ανεξήγητο όραμα θλιβερό.
Άλλους που πόθησαν απεγνωσμένα
κι απ’ του ανήμερου πόθου σημαδεύτηκαν
το ανεκπλήρωτο χάρισμα.
Εκείνους που έζησαν και θα ζήσουν,
δίχως να ζουν, που έρχονται και θα διαβούν,
ήρθαν και πέρασαν δίχως να χαρούν
το έξοχο κάλλος του βίου.
Εκείνους αισθάνομαι που δεν δοκίμασαν
της πρωίας αγέρι καλό,
του μεσημεριού την ένδοξη πύρα,
την πορφύρα της δύσης να ιδούν,
δεν μπορούν, να βλέπουν, δεν έμαθαν.
Όσους σέρνονται και δε θα σηκωθούν,
σκύβουν και δε θα σηκώσουν
το ανθρώπινο σώμα τους.
Όταν αρχίζει το πρωί,
με βήματα ωραίου εφήβου,
βλέπω τους τυραννισμένους. Τους φοβερούς
ακούω λυγμούς από κείνους που στα μαρτύρια
πέθαναν και πεθαίνουν κι αύριο πάλι
ίδιες οι κραυγές θ’ αντηχούν όπως χτες.
Ω, ακατάλυτο μυστικό της ανθρώπινης μοίρας!
Δεν είναι μόνο εδώ, ούτ’ εκεί
στους Αχαιούς ανάμεσα οι πονεμένοι,
είναι πάντοτε κι παντού οι αδικημένοι
της ζωής κι οι δυνάστες ίδιοι,
πάντ’ αγνώριστοι και γνωστοί
τυραννούν τις γενιές των ανθρώπων.
Κι έρχονται οι καταστροφές με τα μεγάλα
πύρινα βήματα. Αστραπές του Δία
και των ανθρώπων φλόγες καταραμένες.
Έρχονται οι άδικες προσταγές, οι άνομες
εκδικήσεις, που τις πληρώνουν οι αδύνατοι.
Έρχονται οι βάρβαρες φωνές,
ύστερ’ απ’ τις πνιχτές εκείνες
του πάθους. Ακούς πώς προχωρούν
οι διαρκείς, ανεξήγητες Ερινύες;
Σκιές θανάτων, άγγελοι των θεών
με πρόσωπα σκεπασμένα, εμπνέουν
άγνωστους φόβους, τοιμάζονται.
Σταματήστε τις κακές δυνάμεις.
Σταματήστε τους ήχους του πένθους,
που ηχούν μακρινοί και τόσο επίμονοι
πλησιάζουν, σταματήστε τήν που έρχεται
δύναμη φριχτή, καταστροφή, για ν’ ακούσω
το δυνατό τραγούδι της ζωής.
Δικαιοσύνη, υπέροχη δύναμη άγνωστη,
και στων θεών το έξοχο γένος,
ποιά γνώση δική σου φωλιάζει
μες στις καρδιές των ανθρώπων
παιδεία οδυνηρή και θαυμάσια;
Το άφταστο κάλλος σου της αρετής
αμέτρητο σχήμα, πιο φωτεινό
κι απ’ του ήλιου το λαμπρότατο άρμα,
γεμίζει ευφροσύνη και να τυφλώσει μπορεί.
Να ζήσουμε όλοι μαζί
κι η αγάπη δε φτάνει, δε φαίνεται.
Γιατί οι νέοι μάς πολεμούν, οι δυνατοί;
Γιατί πρέπει να καταστραφεί
η ένδοξη Τροία;
Ω σφαγή των ωραίων ανθρώπων
που χαίρονταν το θαυμάσιο δώρο
της μέρας όταν πλησιάζει ρόδινη και χρυσή.
Απαίσια νύχτα, που η φωτιά
των ανθρώπων κάνει να λάμπει
με φως υποχθόνιο.
Φτάνει πια,
φτάνει των ανθρώπων ο πόλεμος.
Δεν ξέσπασε τόσος ο πόνος απ’ την σκληρότητα!
Δεν πόνεσαν αρκετά οι πληγές των ανθρώπων;
Θεοί σεις, αμείλιχτοι και σιωπηλοί,
ίσως, γιατί κι εσείς κοντά μας, πολύ,
καθώς έρχεστε, δεν γνωρίζετε ώς πού
η διαταγή φτάνει, διαταγή αδυσώπητη και σκληρή.
Δεν έκλαψαν τόσο, δεν παρακάλεσαν
οι αδύνατοι άνθρωποι όσο πρέπει;
Δεν πόνεσαν τόσο για νά ’ρθ’ η ώρα
να κοπάσει του κακού η ορμή;
Φωνή άσκοπη εκείνου που στην έρημο
ομιλεί, μες στην ψυχή μου επιστρέφει
την κατατρώγει.
Κατάρα φέρνω
μέσα μου ποιά προσμονή;
Παρηγοριά ή δυστυχία μονάχα η φωνή μου;
Τί να σημαίνει η παρουσία μου οδυνηρή;
Άνθρωποι, Τρώες ή Αχαιοί,
μην αρνηθείτε τη σημασία μου.
Ζωή Καρέλλη. 1955. Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα. Αθήνα: τυπ. Προμηθεύς. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Ζωή Καρέλλη. 1973. Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη. Τόμ. B΄ (1955–1973). Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων.