διχειλικό σύμφωνο-φθόγγος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
έκκροτο σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ελεύθερα εναλλασσόμενος φθόγγος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
εμποδιστικό σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ένηχος φθόγγος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
εξακολουθητικό σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
επένθεση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
έρρινο σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ετεροίωση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
ημίφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |