μορφή 2 |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
μόρφημα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μόρφημα, γραμματικό |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μόρφημα, δεσμευμένο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μόρφημα, ελεύθερο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μόρφημα, ελευθερώσιμο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
μόρφημα, κλιτικό |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
μόρφημα, λεξικό |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
μόρφημα, παραγωγικό |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφήματα-αλλόμορφα: παράδειγμα (μεσοπαθητικό μη συνοπτικό) |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |