σύνθετη λέξη: δύο λεξικά μορφήματα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
compound word: two lexical morphemes |
σύνθετη πρόταση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σύνταξη |
complex sentence |
συνθετικές-αναλυτικές γλώσσες: διαβαθμίσεις |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
τυπολογία γλωσσών, σύνταξη, μορφολογία |
synthetic-analytic languages, continuum |
συνθετικές-αναλυτικές γλώσσες: προκαταλήψεις |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
τυπολογία γλωσσών, σύνταξη, μορφολογία, κοινωνιογλωσσολογία |
synthetic-analytic languages, prejudice |
συνθετική γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
τυπολογία γλωσσών, σύνταξη, μορφολογία |
synthetic language |
συνθετικό |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
compound element |
συνθετικό /συνδετικό φωνήεν |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
linking vowel, interfix |
συνθήματα και γκράφιτι |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου |
slogans and graffiti |
συνθηματικές γλώσσες |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κοινωνιογλωσσολογία |
argots |
συνίζηση |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
φωνητική, φωνολογία |
synizesis |
συνομιλία |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
πραγματολογία |
conversation |
συνομιλιακό υπονόημα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
φιλοσοφία της γλώσσας, πραγματολογία |
conversational implicature |
συνομιλιακοί δείκτες |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κειμενογλωσσολογία, πραγματολογία |
discourse markers |
συνομιλιακοί ρόλοι |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία, ανάλυση συνομιλίας |
discourse roles |
συνοπτική όψη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
perfective aspect |
συνοπτική-μη συνοπτική όψη στις διάφορες γλώσσες |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σημασιολογία |
perfective/non perfective aspect in different languages |
συνοπτικό (αοριστικό) θέμα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
perfective (aorist) stem |
συνοχή |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
cohesion |
συνοχικοί δεσμοί |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
cohesion links |
σύνταγμα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
syntagm |
συνταγματικές σχέσεις / σύνταγμα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία, σύνταξη |
syntagmatic relations |
συντακτικές λειτουργίες και μορφολογική αποτύπωση |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, μορφολογία |
|
συντακτική αμφισημία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, σύνταξη |
syntactic ambiguity |
συντακτική επεξεργασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ψυχογλωσσολογία |
parsing |
συντακτική ή δομική αμφισημία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, σύνταξη |
syntactic or structural ambiguity |