τριγλωσσία |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
|
τριικός αριθμός |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
trial number |
τριτοπρόσωπη αφήγηση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου, αφηγηματολογία |
third-personnarration |
τροπικότητα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
modality |
τροποποιητής |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, πραγματολογία |
modifier |
τρόπος άρθρωσης |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
φωνητική |
manner of articulation |
τυπολογία γλωσσών |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
τυπολογία γλωσσών |
language typology |
τυποποιημένη γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας |
standardized language |
τυποποίηση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα |
κοινωνιογλωσσολογία |
standardization |
τύπος λέξης |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
word form |