συνοπτική-μη συνοπτική όψη στις διάφορες γλώσσες |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σημασιολογία |
perfective/non perfective aspect in different languages |
συνοπτικό (αοριστικό) θέμα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
perfective (aorist) stem |
συνοχή |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
cohesion |
συνοχικοί δεσμοί |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
cohesion links |
σύνταγμα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
syntagm |
συνταγματικές σχέσεις / σύνταγμα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία, σύνταξη |
syntagmatic relations |
συντακτικές λειτουργίες και μορφολογική αποτύπωση |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, μορφολογία |
|
συντακτική αμφισημία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, σύνταξη |
syntactic ambiguity |
συντακτική επεξεργασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ψυχογλωσσολογία |
parsing |
συντακτική ή δομική αμφισημία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, σύνταξη |
syntactic or structural ambiguity |
συντακτικό σύνολο |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
syntactic group |
συντακτικός τομέας |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
syntactic component |
σύνταξη |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας , Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
syntax |
σύνταξη και μορφολογία |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, μορφολογία |
syntax and morphology |
σύνταξη της καθαρεύουσας |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη, κοινωνιογλωσσολογία |
katharevousa syntax |
συντελεσμένη όψη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, μορφολογία |
perfective aspect |
συντελικοί χρόνοι |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
perfect tenses |
συνωνυμία-συνώνυμος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας , Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σημασιολογία |
synonymy / synonym |
συριστικό σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
sibilant |
συστατικά μέρη ή τομείς της γλώσσας |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία |
linguistic components |
σύστημα γραφής |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας |
γραφή |
writing system / script |
σύστημα επικοινωνίας στον άνθρωπο |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία, σημειολογία |
human systems of communication |
σύστημα προθέσεων στην καθαρεύουσα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία, σύνταξη, κοινωνιογλωσσολογία |
prepositional system in katharevousa |
συστημική λειτουργική γραμματική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές |
systemic functional grammar |
συσχετικές αντωνυμίες |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
correlative pronouns |