σύνδρομο Williams |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ψυχογλωσσολογία |
Williams’ syndrom |
συνεκδοχή |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
synecdoche |
συνεκτικότητα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
coherence |
συνεννοησιμότητα / κατανοησιμότητα μεταξύ γλωσσικών ποικιλιών: διάκριση γλωσσών-διαλέκτων |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
διαλεκτολογία, κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας |
|
συνέντευξη και συζήτηση στρογγυλής τραπέζης |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου |
interview and round table discussion |
συνεπαγωγή |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
entailment |
συνέχεια της ελληνικής γλώσσας |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, ιστορία της γλώσσας |
continuity of the Greek language |
συνεχής λόγος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία |
discourse |
σύνθεση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
compounding |
σύνθετη λέξη |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
compound word |
σύνθετη λέξη: δύο λεξικά μορφήματα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
compound word: two lexical morphemes |
σύνθετη πρόταση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σύνταξη |
complex sentence |
συνθετικές-αναλυτικές γλώσσες: διαβαθμίσεις |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
τυπολογία γλωσσών, σύνταξη, μορφολογία |
synthetic-analytic languages, continuum |
συνθετικές-αναλυτικές γλώσσες: προκαταλήψεις |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
τυπολογία γλωσσών, σύνταξη, μορφολογία, κοινωνιογλωσσολογία |
synthetic-analytic languages, prejudice |
συνθετική γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
τυπολογία γλωσσών, σύνταξη, μορφολογία |
synthetic language |
συνθετικό |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
compound element |
συνθετικό /συνδετικό φωνήεν |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
linking vowel, interfix |
συνθήματα και γκράφιτι |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου |
slogans and graffiti |
συνθηματικές γλώσσες |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κοινωνιογλωσσολογία |
argots |
συνίζηση |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
φωνητική, φωνολογία |
synizesis |
συνομιλία |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
πραγματολογία |
conversation |
συνομιλιακό υπονόημα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
φιλοσοφία της γλώσσας, πραγματολογία |
conversational implicature |
συνομιλιακοί δείκτες |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κειμενογλωσσολογία, πραγματολογία |
discourse markers |
συνομιλιακοί ρόλοι |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία, ανάλυση συνομιλίας |
discourse roles |
συνοπτική όψη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
perfective aspect |