μεταφορά του περιέχοντος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γνωσιακή γλωσσολογία, σημασιολογία |
container metaphor |
μεταφορά, εννοιακή |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
conceptual metaphor |
μεταφορική επέκταση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
metaphorical extension |
μεταφορική σημασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία |
metaphorical meaning |
μετάφραση |
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα |
γλωσσική επαφή |
translation |
μεταφραστικό δάνειο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
λεξικολογία, σημασιολογία, γλωσσική επαφή |
loan translation / calque |
μετοχή |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία, σύνταξη |
participle |
μετρική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
υπερτεμαχιακά στοιχεία, φωνολογία |
metrics |
μετρική φωνολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνολογία |
metrical phonology |
μετωνυμία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
metonymy |
μετωνυμική επέκταση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
metonymic extension |
μη γραμμική φωνολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνολογία |
non-linear phonology |
μη παρεμφατικός / απαρεμφατικός τύπος |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
non-finite (verb) form |
μη συμμετρικά διαλογικά κείμενα/είδη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία, γένη/είδη λόγου |
assymetrical dialogical texts |
μη συνοπτική όψη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία, σημασιολογία |
imperfective aspect |
μη συνοπτικό / ενεστωτικό θέμα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
imperfective / present stem |
μηδενική εστίαση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
αφηγηματολογία, γένη/είδη λόγου |
zero focalsation |
μητέρα-γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ιστορική γλωσσολογία |
mother language |
μητρική γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ιστορική γλωσσολογία |
mother tongue |
μιγαδικές γλώσσες |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή |
pidgins |
μινιμαλιστικό πρόγραμμα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γενετική μετασχηματιστική γραμματική |
Minimalist Program |
ΜΜΕ και γλώσσα |
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα |
πραγματολογία, γένη/είδη λόγου, κοινωνιογλωσσολογία |
Mass Media and language |
μονολεκτικά σύνθετα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
one-word compounds |
μονολογικά κειμενικά είδη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία, γένη/είδη λόγου |
monological texts |
μονόπτωτα ρήματα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
monotransitive verbs |