κριτική γλωσσική επίγνωση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιογλωσσολογία |
critical language awareness |
κριτικός γραμματισμός |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
γραμματισμός |
critical literacy |
κτητικές αντωνυμίες |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
possesive pronouns |
κυπριακή διάλεκτος |
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσας |
διαλεκτολογία |
Cypriot dialect |
κύρια πρόταση |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
main clause |
κύριο ουσιαστικό |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σημασιολογία |
proper noun |
κυριολεκτική σημασία |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
literal meaning |
κυρίως σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
main consonant |
κύρος διαλέκτου |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
dialect prestige |
κωδικοποίηση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας |
codification |