κατηγορικός συλλογισμός |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία |
categorical argument/syllogism |
κατηγοριοποίηση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, γνωσιακή γλωσσολογία |
categorization |
κατηγορούμενο |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
predicative |
κατονομασίας, δοκιμασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ψυχογλωσσολογία |
denomination task |
κειμενικά / προτασιακά επιρρήματα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
πραγματολογία, κειμενογλωσσολογία, γένη/είδη λόγου |
text/sentential adverbs |
κειμενική σημασία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
πραγματολογία, κειμενογλωσσολογία, σημασιολογία |
textual meaning |
κειμενικό είδος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
text genre |
κειμενικός δείκτης |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κειμενογλωσσολογία, πραγματολογία |
textual marker |
κειμενικότητα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
textuality |
κείμενο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
text |
κειμενογλωσσολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
κειμενογλωσσολογία |
text-linguistics |
κειμενοκεντρική προσέγγιση της γλωσσικής διδασκαλίας |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Εγλυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα |
διδασκαλία της γλώσσας |
text-centered language teaching |
κεντρικό φωνήεν-φθόγγος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
φωνητική |
central vowel |
κεφαλή του συνθέτου |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
head of a compound |
κεφαλή φράσης |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
head of a phrase |
κλειστό σύμφωνο-φθόγγος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
φωνητική |
stop |
κλειστό σύστημα λέξεων |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σημασιολογία, σύνταξη |
closed clas words |
κλειστό φωνήεν |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
close vowel |
κληρονομημένη λέξη |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
λεξικολογία, ιστορική γλωσσολογία |
inherited word |
κλίση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
inflection |
κλιτή γλώσσα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
τυπολογία γλωσσών |
inflected languages |
κλιτικά |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
clitics |
κλιτική γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
τυπολογία γλωσσών |
inflecting /inflectional/infelected languages |
κλιτική μορφολογία και γραμματική |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία, σύνταξη |
inflectional morphology and grammar |
κλιτική τάξη |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σύνταξη |
inflectional category |