ιδιόκλιτα ουσιαστικά |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
|
ιδιόλεκτος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
idiolect |
ιδιοσυγκρατικά χαρακτηριστικά των γλωσσών |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία |
language specific, idiosyncratic |
ιδίωμα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
διαλεκτολογία |
idiom – regional / local variety/speech |
ιδίωμα standard/πρότυπο |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
standard variety |
ιδίωμα των αμόρφωτων |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
speech variety of uneducated people |
ιδίωμα των μορφωμένων |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
speech variety of educated people |
ιδίωμα των παιδιών |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
κοινωνιογλωσσολογία |
child discourse |
ιδιωματισμός-ιδιωματική έκφραση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
λεξικολογία, σημασιολογία |
idiom |
ιεραρχική δομή πρότασης |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σύνταξη |
hierarchical structure |
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορική γλωσσολογία |
Indo-European languages |
ιουδαιο-γλώσσες |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
ιστορική γλωσσολογία, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή |
Jewish languages |
ισόγλωσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
διαλεκτολογία |
isoglosses |
ισοδύναμο μόρφημα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
equivalent morpheme |
ισοσύλλαβα ουσιαστικά |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
parisyllabic nouns |
ιστορία της ελληνικής (στοιχεία) |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορία της γλώσσας |
history of Greek (elements) |
ιστορία της ελληνικής γλώσσας |
Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη γλώσσα, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορία της γλώσσας |
history of Greek language |
ιστορική (διαχρονική) εξέταση των γλωσσών |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
ιστορική γλωσσολογία, γενική γλωσσολογία |
historical (diachronic) study of language |
ιστορική γλωσσολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
σημασιολογία, ιστορική γλωσσολογία |
historical linguistics |
ιστορική ορθογραφία |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
ιστορική γλωσσολογία, γραφή |
historical orthography |
ιστορική σημασιολογία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σημασιολογία, ιστορική γλωσσολογία |
historical semantics |
ισχυρή γλώσσα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
κοινωνιολογία της γλώσσας |
strong language |
ισχυρός τύπος κτητικής αντωνυμίας |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
strong form of a possessive pronoun |