α΄ όρος σύγκρισης |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
first part of comparison |
αγγελία |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου |
small ad |
αγώνες λόγου |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γένη/είδη λόγου |
speech contests |
αδύνατος τύπος κτητικής αντωνυμίας |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σύνταξη |
weak form of a personal pronoun |
αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας / κλιτικό |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία, σύνταξη |
weak form of a possessive pronoun |
άηχο σύμφωνο-φθόγγος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
φωνητική |
voiceless / unvoiced consonant |
αηχοποίηση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
devoicing |
αθέματη κλίση |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
μορφολογία, ιστορική γλωσσολογία |
athematic declencion |
αθέματος |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
μορφολογία, ιστορική γλωσσολογία, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία |
athematic |
αιτιακός / αιτιακότητα |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σύνταξη |
accusative /accusativity |
αιτιατική: ορολογία |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
λεξικολογία |
accusative |
άκλιτα ουσιαστικά |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
μορφολογία |
indeclinable nouns |
ακουστική φωνητική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
φωνητική |
acoustic phonetics |
ακροατής-ομιλητής |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γενική γλωσσολογία |
hearer-speaker |
ακροατική φωνητική |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
auditory phonetics |
ακροδοντικό σύμφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
φωνητική |
apico-dental consonant |
αλβανόφωνοι στην Ελλάδα |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
γλωσσική επαφή |
Albanian-speaking people in Greece |
Αλέξαντρος: επέκταση της ελληνικής γλώσσας |
Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") |
ιστορία της γλώσσας, κοινωνιογλωσσολογία |
|
αλλόμορφο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση |
μορφολογία |
allomorph |
αλλόφωνο |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") Ανάλυση, Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική ("Αντιπαραθετική") |
φωνητική, φωνολογία |
allophone |
αλφαβητικό σύστημα γραφής |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
γραφή |
alphabetic system of writing/script |
άμεσα συστατικά |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων |
σύνταξη |
immediate constituents |
άμεσο αντικείμενο |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
direct object |
αμετάβατα ρήματα |
Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σύνταξη |
intransitive verbs |
αμφισημία |
Λεξικό γλωσσολογικών όρων, Σχολικό γλωσσάρι όρων γλωσσολογίας |
σημασιολογία, σύνταξη |
ambiguity |