Όπως αναφέραμε, μέχρι το 1882 στα σχολεία διδάσκονται αποκλειστικά τα αρχαία, ενώ μόνο ένα μέρος γλωσσικών παρατηρήσεων και συγκρίσεων, στο πλαίσιο του μαθήματος των αρχαίων, αφορά την καθαρεύουσα. Έτσι η νέα ελληνική γλώσσα και γραμματεία, έστω και με τη μορφή της καθαρεύουσας, δεν υφίσταται αυτόνομα στα σχολεία, αλλά μόνο ως παράρτημα των αρχαίων. H σχολική αυτή πρακτική ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και τις γλωσσικές αντιλήψεις ενός μεγάλου μέρους των λογίων, οι οποίοι θεωρούν ότι αυτός ο τρόπος θα συμβάλει, ανάμεσα στα άλλα, στη σταδιακή προσέγγιση της νέας προς την αρχαία γλώσσα. Λίγο καιρό πριν την εισαγωγή της καθαρεύουσας στα σχολεία η δεδομένη αυτή κατάσταση θεωρείται αυτονόητη και αδιαμφισβήτητη: «H σύγχρονος Ελληνική», αναφέρει το 1880 ένας κωνσταντινουπολίτης λόγιος σε εργασία που θα αναδημοσιεύσει το 1884, επ’ ουδενί εκπαιδευτηρίω διδάσκεται ειδικώς. Αι εις ταύτην ιδίως αναφερομέναι γραμματικαί και συντακτικαί παρατηρήσεις εισί τοσούτον ευάριθμοι, ώστε ουδείς μέχρι σήμερον εσκέφθη να χωρίσει αυτάς από της διδασκαλίας της αρχαίας Ελληνικής. H διδασκαλία λοιπόν της συγχρόνου Ελληνικής εστιν αναποσπάστως ηνωμένη μετά της αρχαίας και απορέει εξ αυτής, και γλώσσαι δύο ούτε σήμερον υπάρχουσιν ούτε άλλοτε υπήρξαν. H Eλληνική γραμματική, σύνταξις και ορθοέπεια ουδέποτε εδιχοτομήθη…» (Kοντόπουλος 1884, 50-51).
Οκτώ χρόνια μετά την εισαγωγή της διδασκαλίας της καθαρεύουσας στα σχολεία, οι αντιλήψεις δείχνουν να παραμένουν στάσιμες. Έκθεση του Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου που αφορά τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του 1889 αναφέρει χαρακτηριστικά: «Φαίνεται ότι επιδιώκεται ο περιορισμός του χρόνου προς διδασκαλίαν της αρχαίας γλώσσης […] αλλ’ η πλήρωσις του σκοπού τοιούτου και δι’ άλλων και δια της παρεμβαλλομένης νεοελληνικής, θέλει αγάγη ημάς εις αποτελέσματα ολέθρια, δηλαδή την πλήρη και τελείαν απομάκρυνσιν από της αρχαίας γλώσσης, από του φάρου πάσης παιδεύσεως. Όλως πεπλανημένην λογιζόμεθα την δοξασίαν ενίων ότι πρέπει να ασχοληθώμεν εις την εκμάθησιν της νεοελληνικής ίνα δια ταύτης προβιβασθώμεν εις την προγονικήν. […] H νέα γλώσσα […] εις ουδέν ωφέλησεν εισαχθείσα προ τινών ετών εις την μέσην εκπαίδευσιν» (Δημαράς 1973, 1ος τόμ., 276-277).