Είναι ενδεικτική λ.χ. η κριτική του δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη το 1888:
Χάσμα μέγα ηνεώγη μεταξύ της ανεπτυγμένης τάξεως και του λαού. Μετεχειρίζετο εκείνη γλώσσαν, ην ο λαός δεν εννόει. Ο λαός ωμιλούσε ρωμαίικα, οι ανεπτυγμένοι ελάλουν ή έγραφον κινέζικα. Το αποτέλεσμα; Οι λόγιοι εμορφώθησαν εις λαμπρούς ημιμαθείας αγύρτας, ο δε λαός εξηγριώθη και απεκτηνώθη. Η επιστήμη, το δίκαιον, η ηθική, η ποίησις, το κήρυγμα, οι νόμοι, τα στρατιωτικά προστάγματα, ο τύπος, τα περιοδικά, όλα περνούσαν χιλιάδες λεύγας απάνω από τα κεφάλια του λαού, όπως περνούν τα μετέωρα και αι βολίδες… Το αποτέλεσμα; Από τα γυμνάσια εξέρχονται ανορθόγραφοι, από το Πανεπιστήμιον ανεπιστήμονες, το δίκαιον μετεβλήθη εις εμπόριον, τα γράμματα εις κοντισμούς, η φιλοσοφία εις μαλακίαν, η ιατρική εις κομπογιαννιτισμόν, η μηχανική εις χρηματοληστείαν, η ποίησις εις σουδάριον… Και τώρα πλήρες χάσμα μεταξύ ανεπτυγμένων και λαού. Εθνική φιλολογία, ντζίφος! Εθνική ποίησις, ντζίφος! Εθνική γλώσσα, ντζίφος! Εθνική επιστήμη, ντζίφος! Μηδενικά επί μηδενικών. Μόνον οι φόνοι, αι αναιρέσεις, τα τραύματα, αι φυγοδικίαι και αι ζωοκλοπαί αποτελούσι αριθμητικάς μονάδας
(Τριανταφυλλίδης 1963, 4ος τόμ., 184).