Κατά τον Giard (1992, 219-220):
Οι γλωσσολόγοι της καθομιλουμένης προχωρούν μέσα στην αβεβαιότητα. Χωρίς προηγούμενο να τους οδηγεί, αφήνονται να τους κατευθύνει η πολυμάθειά τους, […] χωρίς να προβάλλουν κανένα εμπόδιο στη ματαιοδοξία τους να επιδεικνύουν τη γνώση τους πολλαπλασιάζοντας τις αναφορές τους στην αρχαιότητα. Υποφέρουν άλλωστε περισσότερο από την απουσία ενός λογικού μοντέλου για την οργάνωση της κατανόησης της καθομιλουμένης όσο η γενική τους παιδεία παραμένει υποτελής στον αριστοτελισμό και τις λογικογραμματικές του κατηγορίες, όσο η σκέψη τους για τη γλώσσα διαμορφώνεται μέσα από τη συστηματική επαφή τους με τις αρχαίες γλώσσες και από ένα σύνολο θεωρητικών κειμένων που είναι επηρεασμένο από την ελληνική φιλοσοφία […] Όπως έχει ήδη επισημανθεί για τα γαλλικά –αλλά η κατάσταση αφορά και άλλες καθομιλούμενες– αυτές οι γραμματικές «αναπόσπαστα κλείνουν το μάτι σε κάποια από τις γλώσσες-μήτρες. Αυτές οι γραμματικές αλληθωρίζουν ελαφρά».