Ταῦτα ἀκούσας ὁ Πολυκράτης ἥσθη τε καὶ ἐβούλετο˙ καί κως ἱμείρετο γὰρ χρημάτων μεγάλως, ἀποπέμπει πρῶτα κατοψόμενων Μαιάνδριον Μαιανδρίου ἄνδρα τῶν ἀστῶν, ὅς οἱ ἧν γραμματιστής˙ ὅς χρόνῳ οὐ πολλῷ ὔστερον τούτων τὸν κόσμον τὸν ἐκ τοῦ ἀνδρεῶνος τοῦ Πολυκράτεος ἐόντα ἀξιοθέητον ἀνέθηκε πάντα ἐς τὸ Ἥραιον. Ὁ δὲ Ὀροίτης μαθὼν τὸν κατάσκοπον ἐόντα προσδόκιμον ἐποίεε τοιάδε˙ λάρνακας ὀκτὼ πληρώσας λίθων πλὴν κάρτα βραχέος τοῦ περὶ αὐτὰ τὰ χείλεα, ἐπιπολῆς τῶν λίθων χρυσὸν ἐπέβαλε, καταδήσας δὲ τὰς λάρνακας εἶχε ἑτοίμας. Ἐλθὼν δὲ ὁ Μαιάνδριος καὶ θεησάμενος ἀπήγγελλε τῷ Πολυκράτεϊ.
Ακούγοντας το μήνυμα αυτό ο Πολυκράτης ευχαριστήθηκε και ξεσηκώθηκε. Κι όπως τον ένοιαζε υπερβολικά να μεγαλώσει τα κεφάλαιά του, στέλνει πρώτα εκεί, να δει τί γίνεται, τον Μαιάνδριο, το γιο του Μαιανδρίου, γνωστό πολίτη, που ήταν και γραμματικός του. Πρόκειται γι' αυτόν που λίγο αργότερα αφιέρωσε στο Ηραίο όλα τα αξιοθέατα στολίσματα από τη σάλα του Πολυκράτη. Πληροφορημένος ο Οροίτης ότι αναμένεται ο παρατηρητής, νά τί σοφίστηκε. Πήρε και γέμισε με πέτρες οκτώ κιβώτια ως επάνω, λίγο πιο κάτω από τα χείλια˙ απάνω απάνω σκέπασε τις πέτρες με χρυσάφι, έδεσε ύστερα τα κιβώτια και περίμενε. Ώσπου έφτασε ο Μαιάνδριος, είδε το θησαυρό, και έστειλε μήνυμα στον Πολυκράτη.