ἁνίκ' ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν
ναῒ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀρ-
γοῦς χαλινόν· δώδεκα δὲ πρότερον
ἁμέρας ἐξ Ὠκεανοῦ φέρομεν νώ-
των ὕπερ γαίας ἐρήμων
ἐννάλιον δόρυ, μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς
…………………………..φιλίων δ' ἐπέων
ἄρχετο, ξείνοις ἅ τ' ἐλθόντεσσιν εὐεργέται
δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι πρῶτον.
Τη χαλκόδοντη άγκυρά τους στο καράβι
σαν κρεμνούσαν, της Αργώς το χαλινό,
ο θεός εκεί τους βρήκε, αυτή την ώρα.
Πάνω σε έρημης στεριάς την πλάτη ως τότε,
μέρες δώδεκα, απ' τον πέρα Ωκεανό,
το πλεούμενο σηκώναμε· δική μου
σκέψη αυτή, να το τραβήξουμε απ' το κύμα.
……………………..φιλικά τα λόγια που άρχισε να λέει
σαν τα λόγια των καλόγνωμων ανθρώπων
που, σαν έρθουνε στον τόπο ξένοι, αμέσως
σε τραπέζι τους καλούν.