Ο όρος γλωσσική ικανότητα, όπως χρησιμοποιείται από τον Noam Chomsky (Language and Mind. Νέα Υόρκη: Harcourt Brace, 1968· 2η έκδ. 1972), βασίζεται στην άποψη πως η γλώσσα είναι μια νοητική διαδικασία οργάνωσης αρχών και υποκείμενων μηχανισμών και πως η γνώση μιας γλώσσας συνίσταται στην εσωτερίκευση ενός συστήματος κανόνων που συσχετίζουν τον ήχο και τη σημασία με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αυτή η γνώση της γλώσσας αποτελεί τη γλωσσική ικανότητα, η οποία πρέπει να διακρίνεται από τη γλωσσική επιτέλεση, όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα χρήσης της γλώσσας για την επίτευξη επικοινωνιακών στόχων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιτέλεση προϋποθέτει την ικανότητα, ενώ η ικανότητα δεν προϋποθέτει την επιτέλεση.
Από την άλλη μεριά, η επικοινωνιακή ικανότητα, κατά τον Dell Hymes (Foundations in Sociolinguistics. Φιλαδέλφεια, Pa: University of Pennsylvania Press, 1974), είναι αυτό που επιτρέπει στο μέλος μιας γλωσσικής κοινότητας να γνωρίζει πότε να μιλήσει και πότε να κρατήσει τη σιωπή του, να γνωρίζει ποιον κώδικα να χρησιμοποιήσει, που, πότε και με ποιον. Αυτός που είναι επικοινωνιακά ικανός χρειάζεται να διαθέτει έναν ιδιαίτερο τύπο γνώσης, προκειμένου να χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τρόπο σωστό και κατάλληλο. Η καταλληλότητα της χρήσης έχει να κάνει με γλωσσικές επιλογές ανάλογα με τον συνομιλητή, το θέμα, τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία παράγεται ο λόγος, και με τον σκοπό της παραγωγής, καθώς και με τις επικοινωνιακές ανάγκες του/της συνομιλητή/τριας.