Το πολύ γνωστό -αλλά ευρέως παρεξηγημένο στην εποχή του- έργο του Basil Bernstein στη δεκαετία του 1970, το οποίο εισήγαγε τις έννοιες των επεξεργασμένων και περιορισμένων κωδίκων, υπήρξε διαφωτιστικό, όσον αφορά τη λειτουργία της γλώσσας ως φορέα κοινωνικής ανισότητας. Όπως εξηγεί ο Halliday (1993, 48), ο οποίος χρησιμοποιεί ευρύτατα το κοινωνιολογικό μοντέλο του Bernstein, η γλώσσα είναι φορέας κοινωνικής ανισότητας, μια που οι κοινωνικές τάξεις δομούνται με βάση τη γλώσσα, οπότε επικυρώνονται, ενισχύονται και μεταφέρονται στη γλώσσα. Η υπόθεση ότι -όπως από πάντα ισχυριζόταν ο Bernstein- οι νέοι διαφορετικών κοινωνικών τάξεων έρχονται στο σχολείο με διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες, δηλαδή διαφορετικούς πόρους παραγωγής νοήματος, έχει επικυρωθεί από γλωσσολογικές έρευνες με παιδιά (Hasan 1989· Hasan & Cloran 1990) και είναι ένας παράγοντας που δεν πρέπει να αγνοηθεί κατά τον σχεδιασμό της γλωσσικής εκπαίδευσης και των παιδαγωγικών πρακτικών στο σχολείο, όπου ο κώδικας που χρησιμοποιείται και διδάσκεται είναι ο επεξεργασμένος· δηλαδή, ο κώδικας των μεσαίων και ανωτέρων τάξεων. Αντίθετα, τα παιδιά των εργατικών τάξεων έρχονται στο σχολείο με έναν περιορισμένο κώδικα, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει τη σχολική τους αποτυχία.