Σύμφωνα με τον Fairclough (1992, 2), η κριτική γλωσσική επίγνωση προϋποθέτει και στηρίζεται σε αυτό που αναφέρεται ποικιλοτρόπως ως κριτική μελέτη της γλώσσας, κριτική γλωσσολογία ή κριτική ανάλυση του λόγου -τα οποία όλα στοχεύουν στο να επιτρέψουν στον χρήστη της γλώσσας να κατανοήσει πώς η γλώσσα κωδικοποιεί πολιτισμικά νοήματα και δομεί την κοινωνική πραγματικότητα. Υιοθετώντας μια κριτική προσέγγιση στη μελέτη της γλώσσας, τα προγράμματα γλωσσικής εκπαίδευσης στοχεύουν στο να διαμορφώσουν κοινωνικά υποκείμενα που θα ρωτούν, θα αμφισβητούν, θα ερευνούν και θα θέλουν να φωτίσουν την ίδια τη ζωή τους (πρβ. Freire 1985). Η κριτική μελέτη της γλώσσας, σύμφωνα με τον Fairclough (1992, 7), δεν είναι ένας κλάδος της γλωσσολογίας, αλλά μια οπτική για τη γλώσσα. Επιδιώκει να φέρει στο φως τον τρόπο με τον οποίο οι γλωσσικές συμβάσεις και πρακτικές επενδύονται με σχέσεις ισχύος και ιδεολογικές διαδικασίες τις οποίες οι άνθρωποι συνήθως αγνοούν. Όπως εξηγεί αναλυτικότερα ο Fairclough (ό.π., 12), η γλώσσα, στον σύγχρονο κόσμο, εμπλέκεται στις διεργασίες και τις κοινωνικές σχέσεις. Με βάση αυτό δικαιολογημένα πιστεύει ότι, από τη στιγμή που οι σχέσεις ισχύος λειτουργούν σε ένα υπόρρητο επίπεδο μέσω της γλώσσας και από τη στιγμή που οι γλωσσικές πρακτικές γίνονται όλο και περισσότερο στόχος παρεμβάσεων και ελέγχου, η κριτική γλωσσική επίγνωση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για αποτελεσματική συμμετοχή στα κοινά και για δημοκρατική αξίωση.