Η διαπολιτισμική θεώρηση υποστηρίζει ότι υπάρχουν βέβαια διαφορές ανάμεσα στους πολιτισμούς και αυτές γίνονται πιο φανερές, όταν δυο πολιτισμοί έρχονται σε επαφή, π.χ. λόγω μετανάστευσης. Δεν υπάρχει όμως καλύτερος και χειρότερος πολιτισμός. Θα πρέπει οι δυο ομάδες, γηγενείς και ξένοι, να μάθουν να ζουν μαζί. Στο ερώτημα πώς θα επιτευχθεί αυτό, δίνεται η απάντηση ότι θα βοηθήσει σε αυτό η διαπολιτισμική εκπαίδευση (Δ.Ε.· βλ. Μάρκου & Βασιλειάδου 1996)που απευθύνεται και στους δύο πόλους: στους μετανάστες, βοηθώντας τους να βρουν μια νέα ταυτότητα. Αυτοί θα κρατήσουν στην ιδιωτική σφαίρα κάποια στοιχεία του πολιτισμού τους (π.χ. χορό, τραγούδι, θρησκευτικά και άλλα έθιμα), θα ενσωματωθούν όμως κατά τα άλλα ακολουθώντας έτσι τον πολιτισμό της χώρας της πλειονότητας που άλλωστε την επέλεξαν για κατοικία τους. Η Δ.Ε. παρεμβαίνει όμως και στα μέλη της πλειονότητας, ώστε να δεχθούν να γνωρίσουν τους άλλους πολιτισμούς και να φανούν ανεκτικοί.
Η κριτική κατά της Δ.Ε. (Attia 1997) ξεκινά από τη διαπίστωση ότι αυτή, και στα δύο σκέλη της, με το πρόσχημα ότι προσπαθεί να βοηθήσει τους ξένους να προσαρμοστούν, στρέφεται και παρακολουθεί μόνο τον ξένο πολιτισμό. Το πρόβλημα όμως έτσι εντοπίζεται μόνο στους ξένους, παραβλέπεται δηλαδή η στάση του γηγενούς πληθυσμού και οι προκαταλήψεις του. Άλλωστε, σύμφωνα με το μοντέλο, οι πολιτισμοί εμφανίζονται ως κλειστά συστήματα που δεν μπορούν να συγκλίνουν το ένα προς το άλλο.