Λεξικό Εμμανουήλ Κριαρά, 1995.
αντραγάθημα, αντραγαθία, αντράκι, άντρακλας, αντρεία, αντριεύω, αντρειοσύνη, αντρειωμένος, -η, -ο, αντρίκειος, αντρικός, άντρο, αντρόγενο (ή αντρόγυνο), αντρογυναίκα, αντρογυνοχωρίστρα, αντροχωρίστρα. |
γυναικάκι, γυναικάκιας, γυναικάρα, γυναικαριό, γυναικάς, γυναικείος, γυναικίσιος, -ια, -ιο, γυναικίστικος, γυναικοδουλειά, γυναικοθέμι, γυναικοκαβγάς, γυναικοκατακτητής, γυναικόκοσμος, γυναικοκουβέντα, γυναικοκρατία, γυναικοκρατούμαι, γυναικολόι, γυναικολόγια, γυναικολογικός, -ή, -ό, γυναικολόγος, γυναικομάνι, γυναικομανία, γυναικόμορφος, -η, -ο, γυναικόπαιδα, γυναικούλα, γυναικοφοβία, γυναικωνίτης, γυναικωτός, -ή, -ό, γύναιο, γυνή της απωλείας. |