Β. γυναικοδουλειά: 1. (για άντρα) ερωτική υπόθεση, ερωτοδουλειά: Αιτία του καβγά τους ήταν μια ~. 2. (πληθ.) κακολογίες, κουτσομπολιά, μικρότητες που, σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί, προσιδιάζουν σε γυναίκες [γυναικο- + δουλειά]
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής 1998. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
γυναικοδουλειά: 1. (μειωτ.) ασχολία που ταιριάζει σε γυναίκα και θεωρείται χαμηλού επιπέδου και ανάξια λόγου: θεωρούσε το σκούπισμα και το σφουγγάρισμα γυναικοδουλειές. 2. ερωτική περιπέτεια με γυναίκα: υποψιάστηκε ότι κάποια ~ ήταν στη μέση ΣΥΝ. τσιλημπούρδισμα.
Μπαμπινιώτης, Γ. 1998. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Επισημαίνουμε τη διαφορετική αντιμετώπιση της έννοιας από τα δύο λεξικά. Το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής τονίζει την κοινωνικά προσδιορισμένη σημασία της λέξης.