Άμεσος δανεισμός: η υιοθέτηση ενός ξένου όρου με προσαρμογές -σε διάφορους βαθμούς- στη δανειζόμενη γλώσσα, π.χ. μπαρ, μερακλής.
Mεταφραστικό δάνειο: η υιοθέτηση ενός ξένου όρου μέσω της μετάφρασής του στη δανειζόμενη γλώσσα, π.χ. sky-scraper 'ουρανοξύστης'. Bλ. και λήμμα Γλωσσικός δανεισμός.