Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαμο- [xamo] & χαμό- [xamó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του: 1. κάτω: ~κυλιέμαι, ~σέρνω· χαμόσυρτος. 2. χαμηλός· (πρβ. χαμαι-): χαμόδεντρο, ~κερασιά, χαμόκλαδο, ~συκιά. || (μτφ.) ταπεινός, φτωχικός: ~θεός, χαμόσπιτο. 3. (υποκοριστικά) κάπως, με δυσκολία: ~βαστιέμαι.
[μσν. χαμο- θ. του επιρρ. χάμ(ω) -ο- ως α' συνθ.: μσν. χαμό-ζωος `που ζει ταπεινή ζωή΄, χαμό-μηλον]
- χαμογελαστός -ή -ό [xamojelastós] Ε1 : που χαμογελάει, που έχει χαρούμενη έκφραση: Xαμογελαστό παιδί / πρόσωπο. Mε χαιρέτησε ~, χαμογελώντας.
χαμογελαστά ΕΠIΡΡ: Mου απάντησε ~. [χαμογελασ- (χαμογελώ) -τός]
- χαμογέλιο το [xamojélo] Ο39 : (λογοτ.) χαμόγελο.
[< χαμόγελο κατά το γέλιο]
- χαμόγελο το [xamójelo] Ο41 : η ενέργεια του χαμογελώ. I. ελαφρό γέλιο με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια· μειδίαμα: Γλυκό / παγωμένο / τρυφερό / ειρωνικό / πονηρό / πικρό / αινιγματικό / σαρκαστικό ~. Είναι χαρούμενος / αισιόδοξος άνθρωπος, πάντα με το ~ στα χείλη. Ένα ~ φώτισε το πρόσωπό του. Έσβησε το ~ από τα χείλη του. Σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Tου έσκασα ένα ~. II. (ραπτ.) είδος κλειστού ντεκολ τέ που καταλήγει στη μέση των ώμων.
[χαμογελ(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.)]
- χαμογελώ [xamojeló] & -άω Ρ10.4α : 1.γελώ ελαφρά με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια, χωρίς ηχηρές εκπνοές, για να εκδηλώσω διάφορα συναισθήματα, κυρίως ευχάριστα: Xαμογέλασε ευχαριστημένος / ικανοποιημένος. Tου χαμογέλασε γλυκά / ειρωνικά / περιφρονητικά. Γιατί χαμογελάς;, όταν κάποιος χαμογελώντας εκφράζει ειρωνεία, δυσπιστία κτλ. Xαμογελάστε παρακαλώ, προτροπή φωτογράφου στον πελάτη. ΦΡ του χαμογέλασε η τύχη / η ζωή, τον ευνόησε. 2. (λογοτ., για πργ.) έχω ευχάριστη όψη: H πολιτεία χαμογελούσε κάτω απ΄ τον ανοιξιάτικο ήλιο.
[μσν. χαμογελώ < χαμο- + γελώ (σύγκρ. αρχ. ὑπογελῶ, λατ. subridere ίδ. σημ.)]
- χαμόδεντρο το [xamóδendro] Ο41 : χαμηλό δέντρο που μοιάζει με θάμνο.
[μσν. χαμόδεντρον < χαμο- + δέντρον]
- χαμοκέλα η [xamokéla] Ο25 : χαμηλό, άθλιο φτωχόσπιτο ή δωμάτιο.
[χαμο- + κέλλα (δες στο κελί)]
- χαμοκερασιά η [xamokeras
á] Ο24 : είδος άγριας φραουλιάς. [μσν. χαμαικερασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χαμαί (δες στο χάμω) + κερασία, κατά την εξέλ. χαμαί > χάμω, με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- για ένδειξη σύνθ.]
- χαμοκέρασο το [xamokéraso] Ο41 : ο καρπός της χαμοκερασιάς.
[ελνστ. χαμαικέρασος, ὁ (μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. κατά τα άλλα ουδ. ον. φρούτων) κατά την εξέλ. χαμαί > χάμω, με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- για ένδειξη σύνθ.]
- χαμόκλαδο το [xamóklaδo] Ο41 : α.κλαδί που φυτρώνει κοντά στο έδαφος. β. (πληθ.) θάμνος.
[χαμο- + κλαδ(ί) -ο]