Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαζομάρα
1 εγγραφή
χαζομάρα η [xazomára] & χαζαμάρα η [xazamára] Ο25α : α.η ιδιότητα του χαζού: Tι περιμένεις απ΄ αυτόν με τέτοια ~ που έχει! (έκφρ.) είναι καλός μέχρι χαζομάρας, υπερβολικά καλός. β. ενέργεια ή λόγος που ταιριάζει σε χαζό, σε ανόητο: ~ είναι αυτή που έκανες; Όλο χαζομάρες λέει.

[χαζ(ός) -ομάρα, -αμάρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες