Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραβίνος ο [ravínos] Ο18 : θρησκευτικός λειτουργός των Εβραίων.
[ισπαν. rabino -ς ή λόγ. < ιταλ. rabbino (ορθογρ. δαν.) -ς < μσνλατ. rabbinus < υστλατ. rabbi < ελνστ. ῥαββί (δες στο ραβί)]