Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκρο
28 εγγραφές [1 - 10]
νεκρο- [nekro] & νεκρό- [nekró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νεκρ- [nekr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στους νεκρούς, αφορά τους νεκρούς: 1. νεκρανάσταση, νεκρόδειπνο, ~θάλαμος, ~θάφτης, ~κρέβατο, ~λατρία, ~μάντης, ~στολίζω, ~ταφείο. 2. σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) ~βίωση, ~σκοπία, ~σπερμία.

[1: αρχ. & λόγ. < αρχ. νεκρ(ο)- θ. του ουσ. νεκρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. νεκρο-συλία, ελνστ. νεκρο-στολῶ `μεταφέρω τους νεκρούς΄· 2: λόγ. < γαλλ. nécro- < αρχ. νεκρο-: νεκρο-φιλία < γαλλ. nécrophilie]

νεκρογέννητος -η -ο [nekrojénitos] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) που γεννήθηκε νεκρός.

[νεκρο- + γεννη- (γεννώ) -τος]

νεκρόδειπνο το [nekróδipno] Ο41 : 1.δείπνο που παρέθεταν μετά την κηδεία στο σπίτι του νεκρού. 2. (αρχαιολ.) επιτύμβιο ανάγλυφο που παρουσιάζει σκηνή από συμπόσιο.

[λόγ. νεκρο- + δείπνον]

νεκροθάφτης ο [nekroθáftis] Ο10 : 1.υπάλληλος νεκροταφείου που αναλαμβάνει την ταφή των νεκρών. 2. (μτφ.) ο αίτιος της οριστικής αποτυχίας ενός θεσμού, μιας ιδέας, ενός εγχειρήματος: Έγινε ο ~ της δημοκρατίας / της ανεξαρτησίας της πατρίδας του.

[ελνστ. νεκροθάπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

νεκροκεφαλή η [nekrokefalí] Ο29 : 1.κρανίο ανθρώπινου σκελετού. || ως σύμβολο: α. πειρατικού πλοίου. β. (σε μπουκάλια με δηλητήρια, σε ηλεκτροφόρα σύρματα κτλ.) θανάσιμου κινδύνου. 2. (μτφ., ειρ.) για φαλακρό και αποστεωμένο κεφάλι ζωντανού.

[λόγ. νεκρο- + κεφαλή]

νεκροκομιστής ο [nekrokomistís] Ο7 : υπάλληλος γραφείου κηδειών, που αναλαμβάνει τη μεταφορά του φερέτρου με το νεκρό έως τον τάφο: Σωματείο νεκροκομιστών.

[λόγ. νεκρο- + κομιστής]

νεκροκρέβατο το [nekrokrévato] Ο41 : (παρωχ., λογοτ.) φέρετρο.

[μσν. νεκροκρέβατον < νεκρο- + κρεβάτ(ι) -ον]

νεκρολίβανο το [nekrolívano] Ο41 : (παρωχ., λογοτ.) λιβάνι που καίνε στο νεκρό.

[νεκρο- + λιβάν(ι) -ο]

νεκρολογία η [nekrolojía] Ο25 : σύντομο δημοσίευμα στον τύπο, που αναφέρεται στη ζωή και στο έργο του νεκρού και που εξαίρει τις αρετές του ή και την προσφορά του στην κοινωνία.

[λόγ. < γαλλ. nécrologie < nécro- = νεκρο- + αρχ. λόγ(ος) -ie = -ία]

νεκρολούλουδο το [nekrolúluδo] Ο41 : 1.είδος λουλουδιού. 2. (συνήθ. πληθ.) τα λουλούδια με τα οποία στολίζουν το νεκρό.

[νεκρο- + λουλού δ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες