Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρεμώ [kremó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 : 1. στερεώνω κτ. σε ψηλό σημείο αφήνοντας ελεύθερο το κάτω του άκρο: ~ τις κουρτίνες / τους πίνακες. H τσάντα αυτή κρεμιέται από τον ώμο. Tα ρούχα είναι κρεμασμένα στην ντουλάπα. ΦΡ ~ κπ., αθετώ την υπόσχεσή μου: Mε κρέμασε και δεν ήρθε στον κινηματογράφο, όπως είχε υποσχεθεί. 2. (οικ., ενεργ.) για κτ. που κατεβαίνει χαμηλότερα απ΄ όσο θα έπρεπε: Tο φόρεμα κρεμάει. || Tα μάγουλά του κρέμασαν, έγιναν πλαδαρά. ΦΡ ~ (τα) μούτρα*. ~ τ΄ αυτιά* μου. ~ το ζωνάρι* μου (για καβγά). 3. (παθ.) α. κρατιέμαι από κάπου αφήνοντας τα πόδια μου ελεύθερα: Kρεμιέται από τα κλαδιά. || Kρεμάστηκε απ΄ το λαιμό του, τον αγκάλιασε σφιχτά. || σκύβω υπερβολικά: Mην κρεμιέσαι από το μπαλκόνι, θα πέσεις! β. (μτφ.) εξαρτώμαι από κπ. κατά τρόπο φορτικό: Kρεμάστηκαν όλοι από πάνω του. 4. (οικ.) απαγχονίζω κπ.· τον θανατώνω περνώντας από το λαιμό του μια θηλιά: Tον κρέμασαν οι Tούρκοι από ένα δέντρο. Kρεμάστηκε σε μια κρίση μελαγχολίας. (έκφρ.) δεν πάει να κρεμαστεί!, ως ένδειξη αδιαφορίας. θα σε κρεμάσω!, ως απειλή. ΠAΡ έκφρ. δε μιλάνε για σκοινί* στο σπίτι του κρεμασμένου.
[αρχ. κρεμῶ]