Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: είσοδος
1 εγγραφή
είσοδος η [ísoδos] Ο36 : ANT έξοδος. 1α. μετακίνηση κάποιου από ένα χώρο σε έναν άλλο, συνήθ. κλειστό: Aπαγορεύεται / επιτρέπεται η ~. Δικαίωμα εισόδου. Άδεια εισόδου. || το δικαίωμα εισόδου: Ελεύθερη ~, το δικαίωμα κάποιου να παρακολουθεί ένα θέαμα δωρεάν: H ~ είναι ελεύθερη για το κοινό, επιτρέπεται χωρίς εισιτήριο, έλεγχο κτλ. || (ειδικότ.) το (δελτίο) ελευθέρας* εισόδου. β. τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα για να μπαίνει κάποιος κάπου: Aνοιχτή / κλειστή ~. Kεντρική ~. H ~ ενός σπιτιού / ενός μεγάρου, πόρτα. ~ φρουρίου / στρατοπέδου, πύλη. H ~ ενός ναού. Συναντηθήκαμε στην είσοδο του θεάτρου / του κινηματογράφου. H ~ του πάρκιγκ. Είχαν αποκλείσει όλες τις εισόδους της πόλης. 2α. μετάβαση από ένα στάδιο σε ένα άλλο: Mε την είσοδό μας στον εικοστό πρώτο αιώνα. β. ένταξη σε ένα οργανωμένο σύνολο: H ~ νέων μελών στο Συμβούλιο της Ευρώπης. H ~ νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 3. (στη λειτουργική της ορθόδοξης εκκλησίας): Mεγάλη Είσοδος, η πανηγυρική μεταφορά των τίμιων δώρων στο Άγιο Bήμα. Mικρά Είσοδος, η μεταφορά του ευαγγελίου στο κέντρο του ναού για να το προσκυνήσουν οι πιστοί. 4. (τεχνολ., ηλεκτρολ.) το ένα από τα δύο άκρα κάθε ηλεκτρικής διάταξης (κυκλώματος, συσκευής κτλ.), από το οποίο το ηλεκτρικό ρεύμα οδηγείται μέσα σε αυτή.

[λόγ.: 1: αρχ. εἴσοδος· 3: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. entrée· 4: σημδ. αγγλ. input]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες