Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαζία η [γazía] Ο25 : δέντρο με κίτρινα χνουδωτά, ευωδιαστά λουλούδια που σχηματίζουν τσαμπιά.
[αντδ. < βεν. gazia (ιταλ. gaggia, στη σημερ. σημ.) < υστλατ. acacia ( [acá-] ) & ελνστ. ἀκακία (διατήρηση του ελλην. τονισμού), αιγυπτ. προέλ.]