Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακοόμετρο το [akoómetro] & ακουόμετρο το [akuómetro] Ο40 : όργανο για τον έλεγχο της οξύτητας της ακοής.
[λόγ. ακο(ή) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. audiomètre (-mètre = -μετρο)· σφαλερή υποκατάσταση ακού(ω)]