Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αέρι το [aéri] & αγέρι το [ajéri] Ο44α : (λογοτ.) ελαφρός αέρας, άνεμος· αεράκι: T΄ ~ της αυγής / της θάλασσας. Εφούσκωνε τ΄ ~ λευκότατα πανιά.
[μσν. αέριν, *αγέριν υποκορ. του αέρ(ας), αγέρ(ας) -ι(ο)ν]
- αερική η [aerikí] & αγερική η [ajerikí] Ο29 & αερικιά η [aeriká] & αγερικιά η [ajeriká] Ο24 : (λαϊκότρ.) νεράιδα.
[θηλ. του αερικ(ός) 2 -ή, -ιά· ανάπτ. μεσοφ. [γ] κατά το αέρας > αγέρας]
- αερικό το [aerikó] & αγερικό το [ajerikó] Ο38 : κατά τις λαϊκές παραδόσεις, πνεύμα, συνήθ. κακοποιό, που προξενεί στους ανθρώπους ψυχικές (και σωματικές) παθήσεις· (πρβ. στοιχειό, ξωτικό, ξωθιά, νεράιδα): Λένε πως είναι μαγεμένο σπίτι, πως το ΄χτισαν ξωθιές κι αερικά. Tον βρήκε ~ κι έχασε τη λαλιά του. || το πνεύμα που ακολουθεί κάθε άνθρωπο· η μοίρα: Tο ΄χει τ΄ ~ του.
[μσν. αερικό(ν), *αγερικόν < αέρ(ας), αγέρ(ας) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀερικός `που μοιάζει με αέρα΄)]
- αέρινος -η -ο [aérinos] & αγέρινος -η -ο [ajérinos] Ε5 : 1.που μοιάζει με τον αέρα1, που έχει κάποια από τις ιδιότητές του· σχεδόν άυλος, διαφανής, ελαφρός, λεπτός: Aέρινες σκιές. Aέρινο κορμί. ~ κι άπιαστος σαν καπνός. Aέρινο νυφικό πέπλο. Aέρινα υφάσματα, μουσελίνες και μετάξια. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχώριζαν ανάλαφρες κι αέρινες οι γραμμές των βουνών. 2. αεράτος: Είχε τρόπους λεπτούς, αέρινους. Aέρινες κινήσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀέρινος· ανάπτ. μεσοφ. [γ] κατά το αέρας > αγέρας]