Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Πολίτης ο [polítis] Ο10 θηλ. Πολίτισσα [polítisa] Ο27 : Έλληνας που κατάγεται από την Kωνσταντινούπολη ή που κατοικεί σ΄ αυτήν: Οι Πολίτισσες ήταν κατά κανόνα καλλιεργημένες γυναίκες.
[μσν. Πολίτης < ελνστ. Πόλ(ις) -ίτης· Πολίτ(ης) -ισσα]
- πολίτης ο [polítis] Ο10 θηλ. πολίτης [polítis] & (λόγ.) πολίτις [polítis] : 1α. ο υπήκοος ενός κράτους με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή του την ιδιότητα: Nομοταγής / φιλήσυχος / έντιμος / εύπορος / άπορος / φορολογούμενος ~. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο. Ένστολος ~, ο στρατιώτης. || Aκαδημαϊκός ~, φοιτητής ή σπουδαστής ανώτατης σχολής. || ~ του κόσμου, αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη πατρίδα ή που βάζει τα συμφέροντα της ανθρωπότητας πάνω από τα εθνικά συμφέροντα. β. ο κάτοικος μιας πόλης: Πολίτες της Θεσσαλονίκης / της Φλώρινας / της Aθήνας. 2. ο ιδιώτης, σε αντιδιαστολή με τις αρχές ή με αυτούς που κατέχουν δημόσιο αξίωμα: Tην τελετή παρακολούθησαν οι αρχές της πόλης και πλήθος πολιτών. Οι αστυνομικοί χτύπησαν και τραυμάτισαν πολλούς πολίτες που συμμετείχαν στη διαδήλωση. 3. αυτός που δεν είναι στρατιωτικός ή που έχει ήδη υπηρετήσει τη θητεία του: Όταν θα γίνει ~, όταν θα απολυθεί από το στρατό. (ευχή) καλός ~, για στρατιώτη που απολύεται από το στρατό.
[λόγ.: 1: αρχ. πολίτης· 2, 3: σημδ. γαλλ. citoyen· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. < αρχ. πολίτις]