Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
46 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -έ [é] : (προφ.) επίθημα άκλιτων λέξεων παράγωγων από ονόματα· χαρακτηρίζει τρόπο, συμπεριφορά, κατάσταση κτλ. με βάση τα στοιχεία ή την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αχούρι) αχουρέ, (γύφτος) γυφτέ, (κουρέλι) κουρελέ, (τζάμπα) τζαμπέ.
[λόγ. < γαλλ. επίθημα μετοχών & μετουσ. επιθέτων -é: αμπιγέ, ντεμοντέ < habillé, démodé και επέκτ. σε λέξεις όχι γαλλ. προέλ.: αγορ-έ, παντοφλ-έ, τσαμπ-έ]
- -έας [éas] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· (πρβ. -ιάς 1)· δηλώνει: 1. πρόσωπο που ενεργεί και ειδικότερα πρόσωπο με ιδιότητα ή επάγγελμα που έχει σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αποστέλλω) αποστολέας, (βάφω) βαφέας, (κουρεύω) κουρέας, (μεταφέρω) μεταφορέας, (συγγράφω) συγγραφέας. || σε ουσιαστικά παράγωγα από άλλο μέρος του λόγου: (σκαπάνη) σκαπανέας. 2. μέσο, αντικείμενο, όργανο κτλ. κατάλληλο για την εργασία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (διαστέλλω) διαστολέας, (εκσκάπτω) εκσκαφέας.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. (και σπάν. μεταρ.) επίθημα αρσ. ουσ. -εύς, αιτ. -έα δηλωτικό επαγγελμ. και δραστικών ουσ.: αρχ. ἱππ-εύς, κουρ-εύς και εργαλείων: ελνστ. ἐγκοπ-εύς `σκαρπέλο΄ (δες και -ιάς)]
- -εδρος -η -ο [eδros] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο γεωμετρικό σώμα από το σχήμα ή συνήθ. από τον αριθμό των εδρών του που εκφράζει το α' συνθετικό (συνήθ. απόλυτο αριθμητικό)· (πρβ. -πλευρος): δωδεκά~, εξά~, πεντά~· συχνά με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου: εξάεδρο· τραπεζόεδρο.
[λόγ. < αρχ. -εδρος θ. του αρχ. ουσ. ἕδρ(α) `κάθισμα΄, ελνστ. σημ.: `πλευρά κανονικού στερεού σώματος΄ -ος ως β' συνθ.: αρχ. τετρά-εδρος, ελνστ. ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. ὀκτά-εδρον & διεθ. -hedr < ελνστ. -εδρον: τραπεζό-εδρον < νλατ. trapezohedron]
- -έζος [ézos] θηλ. -έζα [éza] : επίθημα για το σχηματισμό εθνικών ονομάτων από τα αντίστοιχα ονόματα χωρών: (Δανία) Δανέζος), (Kίνα) Kινέζος, (Πορτογαλία) Πορτογαλέζος. || από ονόματα πόλεων: (Γένοβα) Γενοβέζος.
[ιταλ. επίθημα -es(e) -ος: Δανέζος < ιταλ. danese -έζος· -έζ(ος) -α]
- -εί [í] : επίθημα για το σχηματισμό λόγιων επιρρημάτων· (πρβ. -ί 3): αυτολεξεί, αυτοστιγμεί.
[λόγ. < ελνστ. επίθημα -εί για το σχηματισμό επιρρ.: ελνστ. παμψηφ-εί]
- -εια [ia] : επίθημα αφηρημένων προπαροξύτονων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται: 1. από οξύτονα ρήματα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος από το οποίο παράγεται: (καλλιεργώ) καλλιέργεια, (προσπαθώ) προσπάθεια, (ωφελώ) ωφέλεια. 2. από επίθετα σε -ής -ής -ές· δηλώνει κατάσταση ή ιδιότητα σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ασθενής) ασθένεια, (διαρκής) διάρκεια.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. μετεπιθ., σπάν. μεταρ. επίθημα αφηρ. θηλ. ουσ. -εια: αρχ. ἀληθ-ής > ἀλήθ-εια, ἀσθεν-ής > ἀσθέν-εια, ὠφελ(ῶ) > ὠφέλ-εια]
- -ειά [iá] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος που υπάρχει ως πρωτότυπη λέξη: (χηρεύω) χηρειά, (αδειάζω) αδειά, (παντρεύω) παντρειά.
[αρχ. μεταρ. επίθημα -εία (δες στο -εία 1): αρχ. χηρ-εία (< χηρ-εύω) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και σύμπτωση προς το επίθημα -ιά 2 (< -ία): μσν. παντρ-εία (< υπαντρ-εία) και νέα ανάλ.: παντρ(εύω) - παντρ-ειά]
- -εία 1 [ía] : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα σε -εύω· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος που υπάρχει ως πρωτότυπη λέξη: (γοητεύω) γοητεία, (ειρωνεύομαι) ειρωνεία, (κολακεύω) κολακεία, (μαγεύω) μαγεία, (μαθητεύω) μαθητεία, (μαντεύω) μαντεία, (μεσιτεύω) μεσιτεία, (αντιπροσωπεύω) αντιπροσωπεία. || σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δηλώνει τόπο, κτίριο και την αντίστοιχη αρχή, υπηρεσία που εδρεύει εκεί: (εφορεύω) εφορεία, (πρεσβεύω) πρεσβεία.
[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα θηλ. ουσ. -εία με βάση μετον. ρ. -εύω: αρχ. κολακ-εύω (< κόλαξ) > κολακ-εία, εἰρων-εύομαι (< εἴρων) > εἰρων-εία, ελνστ. ἁλι-εύω > ἁλι-εία]
- -εία 2 : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους λόγιων επιθέτων σε -ύς -εία -ύ: (αμβλύς) αμβλεία, (βραχύς) βραχεία, (ευρύς) ευρεία, (οξύς) οξεία.
[λόγ. < αρχ. επίθημα θηλ. επιθ. -εία: αρχ. εὐθ-εῖα]
- -ειδής -ειδής -ειδές [iδís] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· για την παραγωγή απαιτείται ο λόγιος ή ο επιστημονικός τύπος της πρωτότυπης λέξης, στις περιπτώσεις που παράλληλα υπάρχει και κοινός ή προφορικός τύπος· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει στο σχήμα, στη μορφή ή στη σύσταση με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη και έχει επομένως κάποια από τα βασικά διακριτικά χαρακτηριστικά της· (πρβ. -μορφος): (τέρας) τερατοειδής· (δρέπανο) δρεπανοειδής, (έλλειψη) ελλειψοειδής, (πυραμίδα) πυραμιδοειδής· (αίλουρος) αιλουροειδής, (θάμνος) θαμνοειδής, (θύσανος) θυσανοειδής, (κισσός) κισσοειδής· (άμυλο) αμυλοειδής. || (επιστ.) το ουδέτερο ουσιαστικοποιημένο δηλώνει οικογένεια ζώων ή κατηγορία φυτών: αιλουροειδή, ανθρωποειδή, ψιττακοειδή, φοινικοειδή. || μειωτικά για άνθρωπο: (άνθρωπος) ανθρωποειδής, (γυναίκα) γυναικοειδής, (φασίστας) φασιστοειδής.
[λόγ. < αρχ. -ειδής θ. του ουσ. εrδ(ος) -ής ως β' συνθ.: αρχ. σπογγο-ειδής `που μοιάζει με σφουγγάρι΄, ελνστ. πυραμιδο-ειδής]