Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιέξοδος -η -ο [aδiéksoδos] Ε5 : 1.που δεν έχει διέξοδο: Aδιέξοδο στενό. ~ δρόμος. || (μτφ.): Aδιέξοδη κατάσταση. 2. (ως ουσ.) το αδιέξοδο: α. Ο δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδο. β. (μτφ.) πολύ δύσκολη κατάσταση, εμπόδιο το οποίο δεν μπορεί κανείς να υπερπηδήσει: Οικονομικό / κοινωνικό / πολιτικό / πνευματικό / ψυχικό αδιέξοδο. Φτάνω / βρίσκομαι / καταλήγω σε αδιέξοδο. Φέρνω / οδηγώ κπ. σε αδιέξοδο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀδιέξοδος· 2: σημδ. γαλλ. impasse]