γλωσσιδικό σύμφωνο [glottal consonant]
γλωσσιδικό σύμφωνο [glottal consonant]
Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσης . Πρόκειται για το σύμφωνο που παράγεται στον λάρυγγα με σχετική στένωση ή κλείσιμο της γλωσσίδας . Διακρίνουμε ανάμεσα σε τριβόμενο [glottal fricative] και κλειστό γλωσσιδικό φθόγγο [glottal stop]. Ο εξακολουθητικός [h] παράγεται με το πέρασμα του αέρα ανάμεσα από τις φωνητικές χορδές χωρίς να δημιουργείται κανένα εμπόδιο. O φθόγγος αυτός είναι πολύ κοινός στα αγγλικά και τα γερμανικά και εμφανίζεται συνήθως σε αρχή λέξης (ή μορφήματος ), π.χ. head. Yπήρχε και στα αρχαία ελληνικά (δασύ σύμφωνο ) και στον πολυτονικό γραπτό λόγο αποτυπώνεται με το σύμβολο της δασείας. Ο γλωσσιδικός κλειστός [ʔ] παράγεται με το κλείσιμο των φωνητικών χορδών και το απότομο άνοιγμά τους για τη δίοδο του αέρα. Ο φθόγγος αυτός υπάρχει στα αγγλικά (thea'er για το theater), ενώ από τους έλληνες ομιλητές μπορεί να παραχθεί στην αρχή λέξης πριν από φωνήεν για μεγάλη έμφαση: π.χ. ʔάκου να σου πω.