Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχωρητήριο
1 εγγραφή
αποχωρητήριο [apoxoritírio] το, (L)
  • ① lavatory, toilet, water-closet (syn απόπατος, μέρος, καμπινές):
    • ~ (του στρατοπέδου) latrine (syn L αφοδευτήριο) |
    • ~πλοίου head |
    • ~για το κοινό (public) comfort station, public washroom |
    • η λέξη χρεία, ελληνική και σύντομη και ευφημιστική, πρέπει ν' αντικαταστήσει τον 'απόπατο' και το '~' (Saratsis)
  • ② fig foulmouthed person, lewd person (syn βρωμόγλωσσα, ο αισχρολόγος)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποχωρητήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες