Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερίζω [aerízo] (& rare αγερίζω) aor αέρισα, mediop αερίζομαι, aor αερίστηκα, ppp αερισμένος
- ① expose to the (fresh) air, let fresh air into, to air (syn βγάζω στον αέρα, εξαερίζω):
- αερίζει τα σεντόνια το πρωί |
- τα ρούχα αερίζονται ταχτικά |
- άνοιξα τα παράθυρα ν' αεριστή το δωμάτιο |
- το υπόγειο δεν αερίζεται αρκετά |
- ευωδιές από το περιβόλι αερίσανε μέσα όμοια με σιγαλές αναπνοές μικρών παιδιών (Pasagiannis)
- ⓐ mediop freshen o.s. (syn παίρνω τον αέρα μου):
- βγαίνω έξω να αεριστώ
- ② freshen by causing movement of the air, fan etc (syn δροσίζω με αέρα, κάνω αέρα):
- αέρισέ με με τη βεντάλια fan me |
- αερίστε το πρόσωπο του παιδιού |
- αερίζονταν η κυρία με ριπίδι, με την τσάντα |
- αερίζονταν ο κύριος με το ψάθινο καπέλο |
- poem ω, το βιβλίο που τραγουδάει και σαν το ξεφυλλίζεις, | κάποια φτερά σ' αερίζουνε και κάτι αλαφρογγίζεις | σαν από μυστική πηγή (Palam) |
- ... ανάγερτη φαντάζει | σα ρήγισσα κοιμάμενη σκλαβί που την αερίζει (Melachrinos) |
- αερίζεις, θρήνε, μια φωτιά σε σκοτεινή ατμόσφαιρα (Malakasis)
[fr MG αερίζω, der of αέρας; cf AG, K ἀερίζω 'be like air']
- ① expose to the (fresh) air, let fresh air into, to air (syn βγάζω στον αέρα, εξαερίζω):