Ιδιαίτερα με την Παναγία του Σίξτου, έχουμε μιά από τις ελάχιστες Παναγίες του, πού δεν προδίδουν το θρησκευτικό περιεχόμενο του θέματος ή, όπως έχει σωστά παρατηρηθή, «η Παναγία αυτή είναι σ' όλο το έργο του Ραφαήλ, που δίνει πιο βαθειά το αίσθημα του Θείου».[1] Στην Παναγία του Σίξτου τα πρόσωπα του έργου παρουσιάζονται με το άνοιγμα των παραπετασμάτων ενός παραθύρου του οποίου το πλαίσιο διακρίνεται καλά κάτω και στο οποίο ακουμπούν δυό μικροί άγγελοι. Τέσσερα πρόσωπα εμφανίζονται από το άνοιγμα αυτό, η Παναγία πάνω σ' ένα σύννεφο με τον Χριστό στην αγκαλιά της σε περίεργη θέση, σαν να πετάη και να περπατάη ταυτόχρονα. Λίγο χαμηλότερα, αριστερά, πάλι σε ένα σύννεφο, εικονίζεται γονατιστός ο Πάπας Σίξτος που δείχνει τους πιστούς στον Χριστό και, δεξιά πάλι, γονατιστή σ' ένα σύννεφο, η Αγία Βαρβάρα με σταυρωμένα τα χέρια και τα μάτια προς την γη που δεν φαίνεται.

εικόνα. 1: Ραφαήλ, Η Παναγία του Σίξτου. 1513-1514, Δρέσδη, Gemaldegalerie

Τα τέσσερα πρόσωπα παρουσιάζονται αναμφίβολα, σαν ένα όραμα στο οποίο ο θεατής φτάνει με τα μάτια των μικρών αγγέλων από το άνοιγμα του παραθύρου και η προβολή τους σ' ένα ανοιχτό βάθος, μαζί με τον περιορισμό των λεπτομερειών, δίνει στο σύνολο μεγαλείο και εκφραστική πληρότητα. Το έργο είναι οργανωμένο στο σχήμα μιας πυραμίδας, κορυφή της οποίας είναι το κεφάλι της Παναγίας και πλευρές τα σώματα των Σίξτου και Βαρβάρας και ουσιαστικά την ίδια κατεύθυνση δίνουν και τα τραβηγμένα παραπετάσματα. Πρόκειται για μια, θάλεγε κανείς, ευκίνητη πυραμίδα στην οποία αποφεύγεται η απόλυτη συμμετρία με την τοποθέτηση του Σίξτου και της Βαρβάρας σε διαφορετικά ύψη, την κίνηση δε ακόμη ενισχύουν οι παράλληλες γραμμές που ενώνουν το κεφάλι του Σίξτου με το κεφάλι της Παναγίας και του αριστερού αγγέλου με αυτό της Βαρβάρας και τα φορέματα που ανεμίζουν. Εδώ ο καλλιτέχνης επιτυγχάνει ένα συνδυασμό στατικότητας και κίνησης, ισορροπίας και αντιθέσεων, όπως και συμφωνίας πλαστικών στοιχείων με τα ανοιχτά θέματα που προβάλλουν στα σκοτεινά και ζωγραφικών εντυπώσεων με τα σκοτεινά που προβάλλουν στα ανοιχτά, με αποτέλεσμα μνημειακότητα και ελαφρότητα, ασφάλεια και ελευθερία. Στις λεπτομέρειες ο Ραφαήλ κατορθώνει να αποφύγη υπερβολική εξάρτησή του από τα φυσιοκρατικά πρότυπα ώστε το πρόσωπο της παναγίας, αν και βασίζεται στον τύπο της όμορφης κοπέλας του λαού και τα χρώματα της υγείας και όχι στον εκλεπτυσμένο και λυμφατικό αριστοκρατικό, ιδανικοποιείται και ανυψώνεται σε υπερβατική παρουσία. Με ανάλογο τρόπο, την υπερβολική αγαθότητα που δίνει στο πρόσωπο του Σίξτου με τα υψωμένα προς τον Χριστό μάτια και την γλυκύτητα στην έκφραση του προσώπου της Βαρβάρας με τα κατεβασμένα στη γη μάτια, ξεπερνά τις πραγματικές τάσεις και τονίζει τον χαρακτήρα του οράματος. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί θαυμάσια μια ολόκληρη σειρά από ειδικά θέματα, για να μας μεταφέρη στα ζωντανά ζωηρά μάτια του Χριστού και τα ρεμβώδη της Παναγίας, από την παπική τιάρα αριστερά που μας ανεβάζει προς το σώμα και το κεφάλι του Σίξτου που κυττάζει με λατρεία, τα μάτια των αγγέλων που κατευθύνονται λοξά προς τα επάνω, το βλέμμα της Βαρβάρας που πάνω από την πλάτη της στρέφεται προς την γη. Ο Venturi, κάπως υπερβολικά, αρνείται κάθε θρησκευτικό αίσθημα στο έργο, το οποίο κατηγορεί για υπερβολική θεατρικότητα, «δεν βρίσκεται στην Παναγία του Σίξτου τίποτα άλλο από μια βιτρίνα εκθέσεως»,[2] ενώ από την άλλη πλευρά ο Berenceγράφει, «η αναγέννηση είχε κατεβάσει την Παναγία από τον ουρανό στην γη. Η Παναγία του Σίξτου πετά πάλι στα σύννεφα, άξια για όλα τα επίθετα του Δάντη, "γεμάτη χάρη, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, φροντίδα"»[3].

Η Παναγία του Σίξτου, πέρα από κάθε υπερβολικά επικριτική και αποκλειστικά επαινετική θέση, δεν μπορεί να μην διαπιστώση κανείς ότι διακρίνεται από μια σειρά μορφοπλαστικά χαρακτηριστικά με τα οποία προβάλλεται και τονίζεται το θρησκευτικό αίσθημα. Ίσως μάλιστα θα μπορούσε κανείς να πη ότι ο καλλιτέχνης επιτυγχάνει εδώ μεγαλύτερα αποτελέσματα με τον συνδυασμό φυσιοκρατικών τύπων και αφηρημένων στοιχείων, πραγματικού και υπερβατικού χώρου, συνθετικής σαφήνειας και μορφικής πληρότητας και τέλος της ανύψωσης της ανθρώπινης ομορφιάς σε θρησκευτική αξία.

Σημειώσεις

  1. Jean Alazar, L' Art Italien au XVI Siecle, 1955, σελ. 74.
  2. Lionello Venturi, Pour Comprendre la Peinture, 1950, σελ. 61.
  3. F. Berence, La Renaissance Italienne, σελ. 402.